Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αγνίζω [aγnízo] (L)
- cleanse, purify, expiate (syn L εξαγνίζω):
- poem και σε βασιλοπούλα θα σ' αγνίση | μαρτύρων αίμα κι άχνη και φωτιά (Papadiam) |
- ... με κλάψες αρχινάει | κι αγνίζει ο πόνος την ψυχή (Markoras) |
- κι όλα θ' αγνίσω ολόγυρα σ' εσένα με το θιάφι (Sikel) |
- ... ζωντανό σπαρταρά | το τραγούδι που ζη, που θερμαίνει, που αγνίζει (Kamarinea)
[fr K ← AG ἁγνίζω]
- cleanse, purify, expiate (syn L εξαγνίζω):