Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αγιογραφία
1 εγγραφή
αγιογραφία [ayioγrafía] η,
  • ① Christ art representation of sacred persons and events in painting, religious painting:
    • αγιορείτικη ~ |
    • η ~, τα κείμενα και η ψαλμωδία... είναι για τους αγιορείτες το θείο (Papantoniou)
  • ② religious painting, holy picture, icon (syn ιερή εικόνα, εικόνισμα, αγιουλάκι):
    • η εκκλησία σας έχει θαυμάσιες αγιογραφίες |
    • η κόρη γύρισε προς το μέρος του, σα μια ωραία ~ (Xenop) |
    • poem στου κελιού τ' άραχνα τζάμια | κλαίνε μυστικές αγιογραφίες (Melachrinos).
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες