Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αγιοβασιλιάτικος
1 εγγραφή
αγιοβασιλιάτικος, -η, -ο [ayovasiljátikos] (& αϊβασιλιάτικος)
  • of St. Basil's feast day, new year's (syn πρωτοχρονιάτικος):
    • δώρα, παιχνίδια αγιοβασιλιάτικα |
    • αγιοβασιλιάτικες καραμούζες |
    • αγιοβασιλιάτικα κανόνια, τουφέκια |
    • αγιοβασιλιάτικη πίτα

[der of άγιο-Bασίλης]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες