Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αγαπησιάρικος, -η, -ο [aγapisjárikos]
- causing affection, loving, affectionate:
- έστρεψε την ίδια στιγμή τ' αλογάκι, ξαναρίχνοντάς του αγαπησιάρικη ματιά (w. an affectionate glance) (Plaskovitis) |
- παντέρμη Kρήτη, αγαπησιάρικο νησί! (Prevelakis) |
- ο αστερισμός... του... μεγαλόπρεπου και αγαπησιάρικου σκάφους... ήταν από την αρχή φωτεινός (Minotis)
[der of αγαπησιάρικα]
- causing affection, loving, affectionate: