Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αβγοειδής
1 εγγραφή
αβγοειδής, -ής, -ές [avγoi∂ís]
  • egg-shaped, oviform, oval:
    • ένας κάμπος ~στο σχήμα (Kondylakis) |
    • μου 'φερε ένα δίσκο αβγοειδή (Kontoglou)

[for -ειδής cf L ὠοειδής]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες