Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: άτοκος
1 εγγραφή
άτοκος, -η, -ο [átokos] (L)
  • ① med having borne no children, nulliparous:
    • η ιδανική μορφή των μαστών στην ένηβη άτοκη γυναίκα είναι να έχουν μέτριο μέγεθος κλ (Louros) |
    • στις πολυτόκες .. η είσοδος του κόλπου είναι πιο ανοικτή παρά στις άτοκες ή πρωτοτόκες (id.)
  • ② econ. bearing no interest, interest-free (syn ατόκιστος):
    • ~ λογιαριασμός |
    • άτοκες μηνιαίες δόσεις |
    • άτοκο γραμμάτιο, δάνειο, χρέος |
    • θα δοθούν άτοκες δανειακές ενισχύσεις στα καταστήματα που πλήττονται από τους εμπρησμούς |
    • οι ξένες μεγάλες τράπεζες ούτε καν άτοκες καταθέσεις δέχονται από τον καθένα (PSolomos)

[fr kath άτοκος ← Κ (also pap), AG, cpd w. τόκος 'childbirth; interest']

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες