Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- άσχημος1 [ás] ο, (& άσκημος)
- ugly or deformed man (syn in ασχημάνθρωπος):
- prov όμορφέ μου, τι να φάμε, κι άσχημέ μου, τι μας λείπει; better to have a rich, ugly husband than a poor, handsome one |
- poem .. καημό 'χω | κι εγώ .. να τον τραντάξω | τον ήρωα το μισόκοπο, τον άσκημο του κόσμου (Palam)
[substantiv. m of άσχημος2]
- ugly or deformed man (syn in ασχημάνθρωπος):
- άσχημος2, -η, -ο [ás] (& άσκημος)
- ① ugly, unsightly, unaesthetic, unpleasing (syn L δύσμορφος, ant όμορφος, ωραίος):
- ~ |
- άσχημη γριά, εικόνα, καρικατούρα |
- άσχημo κορίτσι, κτίριο, πρόσωπο, σώμα, ψάρι |
- έχει άσχημα χαρακτηριστικά προσώπου |
- το σκοτάδι σβήνει τα ζωηρά κι άσχημα χρώματα των κελιών (Ouranis) |
- οι γυναίκες στην Eλβετία, ενώ δεν είναι άσκημες, μένουν ουδέτερες (Charis) |
- αν δεν έχετε τη φιλία του θεού, ασχημότερος είστε από το διάβολο (Prevelakis)
- ⓐ unpleasant, nasty, horrible, awful, bad (syn απαίσιος 4, δυσάρεστος, κακός):
- ~ |
- ~ πόλεμος horrible war |
- άσχημη ζωή horrible life |
- άσχημη σκέψη |
- άσχημο όνειρο, μήνυμα horrible dream, message |
- άσχημο ταξίδι |
- έφερε άσχημα νέα |
- συνήθως κρύβει ο άνθρωπος τα άσχημα στοιχεία του χαρακτήρα του (Stasinop) |
- καταλαβαίνεις το πόσο άσκημο θα 'ναι να μπλέξεις στα χέρια του (LAkritas) |
- άσχημα ξεμπερδέματα θα έχει μ' αυτήν την υπόθεση (Theotokas) |
- η ιστορία θα έριχνε άσχημο φως πάνω σ' έναν ήρωα σημαντικό (Kakridis, adapted) |
- poem άσκημο ο λιόντας δίνει θάνατο σ' αυτήν και στα παιδιά της (Homer Od 4.339 Kaz-Kakr)
- ② bad, serious, severe (syn βαρύς, σοβαρός):
- πήρε άσχημο χτύπημα |
- έχει άσχημο κρυολόγημα |
- έκανε ένα άσχημο λάθος |
- είχε πέσει άρρωστος με πόνους άσχημους στη ραχοκοκκαλιά (Terzakis) |
- poem .. την άσκημη λαβωματιά μου γιάνε, | τους πόνους κοίμισε κλ (Homer Il 16.523 Kaz-Kakr)
- ⓑ distressing, grim, bleak (near-syn κακός):
- άσχημοι καιροί περιμένουν την οικονομία |
- το μέλλον του διαγράφεται άσχημο |
- ο B. έχει άσχημα προαισθήματα· θα ξαναϊδεί τη μάνα του, πριν ο χάρος κλείσει τα γέρικα μάτια της; (Karagatsis)
- ③ wrong, bad, improper (syn στραβός):
- έμπλεξε με αλήτες και πήρε άσχημο δρόμο
- ⓒ unseemly, improper, bad (syn κακός, near-syn απρεπής):
- αν του έλεγαν ότι αυτό είναι άσχημο ή πρόστυχο, .. θα το επανελάμβανε (Katsigra) |
- τα όμορφα λόγια χρειάζονται, για ν' αποσκεπάζουν τις άσχημες πράξεις (Panagiotop)
- ⓓ dirty, vile, base (syn κακός, near-syn L αισχρός):
- λέει άσχημα λόγια |
- παίζω άσχημο παιχνίδι σε κ. play a dirty trick on s.o. |
- δεν φαίνεται να εξετίμησε .. τον άσκημο δαίμονα της ακολασίας (Theotokas)
- ④ of low quality, bad, poor (syn κακός):
- οι νέοι ποιηταί μας .. έγραφαν άσχημους και άτυχους στίχους (Palam) |
- ο δρόμος για το σπίτι ήταν ~, δύσκολος και κουραστικός (TDoxas)
[fr postmed, MG άσχημος (bes άσκημος) ← PatrG, K (also pap) ἄσχημος]
- ① ugly, unsightly, unaesthetic, unpleasing (syn L δύσμορφος, ant όμορφος, ωραίος):
- ασχημοσύνη [as] η, (L)
- unseemly act or behavior, impropriety, indecency, obscenity (syn ασχήμια 2b):
- πράξεις ασχημοσύνης |
- θα τολμούσαν δημόσιες ασχημοσύνες στον τόπο τους μισόγδυτες; |
- η κοινωνική ζωή είναι μια ~, όπου κολοσσαίες δυνάμεις χάνονται για το πρόσκαιρο, για το περιττό (Papantoniou) |
- η ~ τίποτα το καλό δεν προοιωνίζει για το μέλλον της κοινωνίας μας (Papanoutsos) |
- η ~ δεν θα έφθανε στο σημείο που έφθασε, αν ήξεραν ότι είχαν να κάνουν με λαό ελεύθερο (Palaiologos)
[fr kath ασχημοσύνη ← postmed, MG ασχημοσύνη ← K (also pap), AG ἀσχημοσύνη]
- unseemly act or behavior, impropriety, indecency, obscenity (syn ασχήμια 2b):