Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
9 εγγραφές [1 - 9] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- άσχημα [ás] adv (& άσκημα)
- ① in an ugly or unaesthetic manner, unpleasingly (near-syn άθλια, ακαλαίσθητα, ant όμορφα, ωραία):
- ντύνεται, χορεύει ~ |
- δε με νοιάζει, αν θα χτυπήσει ~ ο ήχος της [κραυγής μου] στ' αφτιά του φθογγολόγου (Sfakianakis) |
- είδε κι αϊτό· .. είναι ωραίος, μα κρώζει άσκημα (Aidonopoulos)
- ⓐ badly, foully, nastily, unpleasantly (near-syn απαίσια 2):
- όταν σαπίσουνε τα κρίνα, μυρίζουν άσκημα (LAkritas)
- ② badly, nastily, awfully, terribly (syn απαίσια 4):
- βήχει, γελά, μεθά ~ |
- έπεσε, ξέσπασε ~ |
- phr την (or τα) έχω ~ be in a bad situation, be in a mess |
- phr την έπαθε ~ it turned out badly for him |
- κοίτα μη μας κρύβεις καμιά μπαμπεσιά, θα το μετανοιώσεις άσκημα (Myriv) |
- κατά τον ίδιο τρόπο λογικευόταν και ο Δον Kιχώτης, αλλά τελείωσε ~ |
- οι ανίδεοι γονείς φέρνονται ~ στα παιδιά τους (Saratsis)
- ⓑ seriously, severely (syn βαριά, σοβαρά):
- αρρώστησε άσκημα στην κατοχή |
- ήταν ~ πληγωμένος, μ' ένα βόλι στην κοιλιά (Myriv) |
- ο K. είχε τσιμπηθεί ~ από κείνα τα καμώματα (Prevelakis) |
- rembetiko song βρε συ Θωμά, μην κάνεις φασαρίες, | γιατί θα μπλέξεις ~
- ⓒ uncomfortably, poorly (near-syn δυσάρεστα, ant καλά):
- κοιμήθηκε, ξύπνησε ~ |
- ο πυρετός μου ανέβαινε .. και γενικώς ήμουν πολύ ~ (Zotos) |
- φαντάστηκα ότι ήθελε λεφτά και μου 'ρθε ~, γιατί δε βαστούσα ούτε δέκα πέσος (Roufos) |
- ο A. ένοιωθε άσκημα μέσα του (Bastias)
- ③ in an unbecoming or uncivil manner, badly, impolitely, discourteously, wrongly (near-syn άθλια, άπρεπα, ant καλά, ωραία):
- βρίζει, φέρεται ~ |
- τον χαιρέτησε ~ |
- μιλώ ~ για κ. speak ill of s.o. |
- πήγα μια φορά .. στα χωριά τους, με δέχτηκαν ~ (Venezis) |
- μιλούσαν άσκημα, τα έβαζαν με τον κόσμο, πετούσαν βρώμικες κουβέντες (Koulouris) |
- poem .. άλλη φορά να παίζεις άσκημα μη θες με πιο τρανούς σου (Homer Il 23.605 Kaz-Kakr)
- ⓓ in an unflattering manner, unfavorably (near-syn δυσμενώς, ant καλά):
- οι εφημερίδες γράψανε ~ |
- poem και τότε ο Σαρπηδόνας άσκημα τον Έχτορα μαλώνει (Homer Il 5.471 Kaz-Kakr)
- ④ in a wrong manner, wrongly, improperly, incorrectly (near-syn λανθασμένα, στραβά, ant σωστά):
- έκαμε ~ |
- phr το πήρε ~ he took it amiss |
- θα 'πρεπε να προσέχει να μην επηρεασθεί ~ το συμφέρον και η τύχη του ηγεμόνα αυτού από το ερωτικό του πάθος (Kanellop) |
- ο M. κατέβασε το θεό στη γης· δεν τόνε κατέβασε, άσκημα το λέω· ο θεός κατέβηκε μονάχος του (Prevelakis) |
- γράφουν ωραία τη δημοτική, μα τη μιλούνε ~ (Karantinos) |
- ο πατέρας μου μου λέει 'κάνε τούτο, κάνε κείνο' και διορθώνει ό,τι φτιάχνω ~ |
- poem όμως το άρμα | αν το ονομάζεις δόξα, ~
- ⓔ poorly, inadequately (near-syn ανεπαρκώς, ant καλά):
- την αρχαιότητα την ξέρει πολύ άσκημα, την κακοποιεί και την διαστρεβλώνει (Theodoridis) |
- γύρισα όλες τις αίθουσες, .. αλλά ήταν πολύ ~ φωτισμένες (Theotokas)
- ⓕ unsuccessfully, poorly, faultily, shoddily (near-syn χάλια):
- οι δουλειές πάνε ~ |
- δεν τα κατάφερε ~ he didn't do too badly |
- απόψε παίζεις τάβλι ~ |
- εύρισκα πως ο κόσμος ήταν άσκημα φτιαγμένος (KPolitis) |
- δεν τολμώ να ισχυρισθώ πως ο Kάρολος ο Δέκατος χειρίσθηκε ~ |
- στο ισόγειο υπάρχουν σήμερα ~ διατηρημένες τοιχογραφίες (MChatzidakis)
[fr postmed, MG άσχημα (des άσκημα), der of άσχημος]
- ① in an ugly or unaesthetic manner, unpleasingly (near-syn άθλια, ακαλαίσθητα, ant όμορφα, ωραία):
- ασχημάδα [as] η, (& ασκημάδα)
- ① quality or state of being ugly, ugliness (syn in ασχήμια 1):
- o χειμώνας είναι αγαθότερος από την άνοιξη, και με όλη την ~ |
- poem ξάφνου με σκιαχτερή ξένη ασκημάδα | τρεις άχαρες θωρώ σ' ένα λογγάρι (Mavilis)
- ② unsightly thing or act, ugliness (syn ασχήμια 1b):
- poem .. έχουν συνήθεια | οι μεγάλοι ποιητάδες | να γυρεύουν την αλήθεια· | δηλαδή τες ασχημάδες | και τα αισχρά της φύσης όλα (Markoras)
[fr postmed ασχημάδα (bes ασκημάδα), der of άσχημος]
- ① quality or state of being ugly, ugliness (syn in ασχήμια 1):
- ασχημάδι [as] το, (& ασκημάδι) region.
- physical or moral blemish, flaw, defect (syn ελάττωμα, κουσούρι, ψεγάδι):
- δεν έχει αυτός ψεγάδι πάνω του, δεν έχει ασκημάδι, μήδε καμιά του κόσμου χρεία (Prevelakis)
[fr postmed (Erotokr) ασκημάδι, der of άσχημος (bes άσκημος) w. suff -άδι]
- physical or moral blemish, flaw, defect (syn ελάττωμα, κουσούρι, ψεγάδι):
- ασχημαίνω [as] (& ασκημαίνω) ipf ασχήμαινα, aor ασχήμυνα (subj ασχημύνω), pf & plupf έχω-είχα ασχημύνει
- ① lose one's beauty, become ugly (syn ασχημίζω 1):
- αυτά τα χέρια .. γέρασαν σιγά σιγά, .. ασκήμυναν και πέθαναν (Myriv) |
- η όψη του παπα-Xρύσανθου άλλαξε μεμιάς, αγρίεψε κι ασχήμυνε (Petsalis) |
- είχε αισθητά ασχημύνει στα τρία χρόνια της φοίτησής της στη σχολή (Thrylos)
- ② make ugly or unsightly, disfigure (syn ασχημίζω 2):
- η δυστυχία την ασχήμαινε πιότερο απ' τη φύση (Karagatsis) |
- ήτανε μια όμορφη ανοιξιάτικη μέρα, που τίποτα δεν μπορούσε να την ασχημύνει (Kovvatzis)
[fr postmed ασχημαίνω, der of άσχημος2]
- ① lose one's beauty, become ugly (syn ασχημίζω 1):
- ασχημάνθρωπος [as] ο, (& ασκημάνθρωπος & ασκημάθρωπος)
- ugly or deformed man (syn ασχημάντρας, ασχημομούρης1, ασχημομούτρης1, άσχημος1, ant ομορφάνθρωπος, ομορφάντρας):
- του ρίχνουνε τέτοια αγάπη αυτουνού του ασκημάνθρωπου, που λες και τους κάνει μάγια (Xenop) |
- ένας καμπούρης ~ |
- τι ~
[cpd of άσχημος2 & άνθρωπος]
- ugly or deformed man (syn ασχημάντρας, ασχημομούρης1, ασχημομούτρης1, άσχημος1, ant ομορφάνθρωπος, ομορφάντρας):
- ασχημάντρας [as] ο, (& ασκημάντρας) = ασχημάνθρωπος
- :
- τι καταλαβαίνει .. να οριζοντιώνεται μ' ένα σωρό παρήλικες ασκημάντρες; (Karagatsis) |
- περνάει ανάμεσα σ' όλους εμάς τους ασχημάντρες, που καθόμαστε το σούρουπο έξω από την ταβέρνα (Segditsas) |
- poem τους ωραίους και λεβέντες | οι ασκημάντρες θα παίρνουν ακλούθα στη στράτα (Stavrou Ar)
[cpd w. άντρας (bes άνδρας)]
- ασχημάτιστο [as] το, (L)
- sth unshaped or formless:
- συχνά πυκνά το ακατάρτιστο και το ~ |
- από την ομορφιά του όντος μεταπέσαμε .. στην ομορφιά .. του ασχημάτιστου και εμβρυώδους (Michelis)
[fr kath το ασχημάτιστον, substantiv. n of ασχημάτιστος]
- sth unshaped or formless:
- ασχημάτιστος, -η,-ο [as] (L)
- ① unformed, unshaped, amorphous, inchoate, formless (syn αδιαμόρφωτος 1, αδιάπλαστος 1, άμορφος 1, αφορμάριστος):
- ασχημάτιστη ανθρώπινη μάζα |
- ασχημάτιστα παιδικά σχέδια |
- ο λάρυγγάς του .. κουρελιάζει τη φωνή, τη βγάνει άναρθρη και ασχημάτιστη (Karkavitsas) |
- είχε το θράσος ν' αποτελειώσει .. τη Mαγδαληνή, που ο Mιχαήλ Άγγελος είχε αφήσει ασχημάτιστη (Kanellop) |
- απ' τη μια άκρη της [κορδέλας] είναι η ασχημάτιστη ύλη κι απ' την άλλη το έτοιμο αυτοκίνητο (Venezis) |
- το Bελιγράδι είναι συμπάθειά μου· ήδη από τα 1926, ασχημάτιστο ακόμα, το συμπαθούσα (Athanasiadis-N) |
- poem κολνούσε στον τοίχο ένα προφίλ, ασχημάτιστο ακόμη (Dimakis)
- ⓐ unformulated, shapeless, amorphous, unclear, blurry (near-syn αδιαμόρφωτος 2, ακαθόριστος 1, ασαφής 2):
- μέσα στην ψυχή του αναδευόταν κάποια δύναμη απροσδιόριστη κι ασχημάτιστη (Karagatsis) |
- μια υποψία σάλευε αχνή, ασχημάτιστη, μέσ' το μυαλό μου (Tsirkas)
- ② not fully developed, young (syn άμεστος 2, αξεστάχυαστος b, άπλερος 1):
- ασχημάτιστη παιδούλα |
- ασχημάτιστες γάμπες |
- ζητεί να επιβάλει τη δική του σφραγίδα απάνω στην ασχημάτιστη ακόμα και εύπλαστη ψυχή του νέου ανθρώπου (Papanoutsos) |
- το μωρό τυφλό, ασχημάτιστο, σπάραζε κι αναδεύονταν στα χέρια μια γριάς μαμής (Koumantareas) |
- τα σκέλη είναι κάπως κοντά σε σχέση με το εφηβικό, σχεδόν ασχημάτιστο σώμα (LMarangou)
- ⓑ young, immature, inexperienced (syn ανώριμος 1b, άπλερος 2b):
- η ασχημάτιστη γνώση της δεν μπορεί να κατανοήσει το ζωντανό αυτό θάνατο (Karagatsis) |
- την έκταση των κινδύνων δεν μπορούσε καλά καλά να συλλάβει η ασχημάτιστη φαντασία της (AAGeorgiadis-K, adapted)
- ③ unformed, unshaped, unestablished (syn ακατάρτιστος 1, ασυγκρότητος):
- ασχημάτιστο κόμμα |
- η ασχημάτιστη ελληνική κοινωνία γυρεύει το ρυθμό της (Theotokas) |
- νέες κοινωνικές δυνάμεις κινιούνται, ανεβαίνουν, ασχημάτιστες ακόμα, ασύνδετες (id.) |
- η ζωή του χωριού ήταν σχηματισμένη, οριστική, της πόλης ασχημάτιστη, μεταβατική (Sachinis)
- ⓒ not having acquired a definite form, unfixed, amorphous, fluid (syn ασχηματοποίητος):
- νοιώθω ότι αγγίζω μια γλώσσα δροσερή, ολοκαίνουργια, ασχημάτιστη, ότι την πλάθω όπως θέλω (Theotokas) |
- δοκίμασε .. ένα δύσκολο και ασχημάτιστο στον τόπο μας είδος του κριτικού λόγου, το δοκίμιο (Peranthis) |
- το πρωτόλειο .. φανερώθηκε μέσα σε μια τόσο ασχημάτιστη θεατρικά εποχή (Chatzinis)
[fr kath ασχημάτιστος ← PatrG ἀσχημάτιστος ← K, AG]
- ① unformed, unshaped, amorphous, inchoate, formless (syn αδιαμόρφωτος 1, αδιάπλαστος 1, άμορφος 1, αφορμάριστος):
- ασχηματοποίητος, -η, -ο [as] (L) = ασχημάτιστος
- 3b:
- χάνεται μέσα στις διάχυτες τάσεις μιας ακαταστάλαχτης και ασχηματοποίητης εποχής (Karantinos)
[fr kath (neol) ασχηματοποίητος, cpd w. *σχηματοποιητός, this der of σχηματοποιώ]
- 3b: