Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
40 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- άσε [áse] (& άσ' when followed by definite art. or pron of 3rd person) 2sg imper, άστε 2pl
- ① let, allow, permit (syn άφησε):
- άσ' τον να έρθει, να κοιμηθεί, να περάσει |
- phr άσ' τον να κουρεύεται (or να βουρλίζεται) I don't care what happens to him |
- άσ' τα να παν στο διάολο let it all go to hell |
- ~να ξυπνήσω τον καπετάνιο (Karkavitsas) |
- ~, δάσκαλε, να ιδούμε το θέατρο (Melas) |
- πες μια καλή κουβέντα, ~ το μούτρο σου να γελάσει (Kastanakis) |
- άσ' τους να κάνουνε ό,τι τους αρέσει (Petsalis) |
- rembetiko song Xάρε, του λέγω, ~με ακόμα για να ζήσω (IPetrop) |
- poem ~τότε το κύμα, όπου θέλει να σπάζει (KChatzop) |
- στη βρύση των χειλιώνε σου, καλή μου, | της δίψας μου τη φλόγα ~ να σβήσω (Karyotakis)
- ⓐ leave (alone), let (be) (syn άφησε):
- ~με ήσυχο |
- ~ το παράθυρο ανοιχτό |
- να προσπαθήσεις· κι ~ καταμέρος την εντύπωσή σου (Palam) |
- πάρε τις γυναίκες σου και φύγε· κι ~ το βασίλειο σ' εμάς (Varnalis) |
- η πεθερά της τη σταμάτησε |
- "~, θα πάω εγώ" (Karagatsis) |
- folks. άσπλαχνη δεν με λυπάσαι; ~με στο χάλι μου (Passow)
- ⓑ let's wait until, wait and see (syn κάτσε, περίμενε):
- folkt ~να δούμε .. άμα τελειώσει το φαΐ του και δεν κάνει το σταυρό του, πάρ' τον (Loukatos) |
- είσαι νέος ακόμα· ~ να σε μάθω εγώ (Makryg) |
- θα τα κανονίσουμε όλα· απόψε κιόλα· ~ να νυχτώσει (Petsalis)
- ② let go, drop (it), never mind, leave, forget (syn άφησε):
- άσ' το κάτω leave it on the floor, let go (of it) |
- ~τώρα τα κουπιά και παίξε μας κανένα σκοπό (Nirvanas) |
- ~ τα λουλούδια και κοίτα τη δουλειά σου (ChZalokostas) |
- folks. άστε, λεβέντες, τ' άρματα, αφήστε το τουφέκι (Theros) |
- poem θα με ξεσκίσετε, άστε με (Stavrou Ar)
- ⓒ cut out, cut off, enough of, stop (syn κόψε, σταμάτα):
- άσ' τα πολλά λόγια |
- άσ' τ' αστεία, την ειρωνεία, τα κόλπα, τα τσαλιμάκια |
- άσ' τ' αυτά come off it, stop this nonsense |
- ~τις σαχλαμάρες και βοήθησέ με να φορτωθώ τη ντουλάπα (ChZalokostas)
- ③ phr ας τα forget it!, don't ask!:
- "πώς τα περνάς;" "ας τα!" (Psathas) |
- από τότε που πήγα φυλακή, ας τα (Katselli) |
- η Στέλλα είναι αρσενικοθήλυκη· ας τα, την κακομοίρα (Charis)
- ⓓ phr άσε (που) let alone, not to speak of (near-syn L εξάλλου):
- ήτανε για κείνη, όμως, να σκάσει, δε θα της το 'λεγα· ~που δε θα κοτούσα ποτές να μιλήσω για τέτοια πράματα (Myriv) |
- παντού σμπίροι, ολούθε χαφιέδες· .. ~ πια το πώς και το τι πλερώνουνε οι χωριάτες (Petsalis) |
- άστε πια που κι οι ανθρώποι έχουνε τώρα τα καράβια γι' αραμπάδες της θάλασσας (Vlami)
[syncopated fr ας (← άφες) w. -ε, 2sg aor imper of αφίω, αφίνω ← αφίημι]
- ① let, allow, permit (syn άφησε):
- άσεβα [áseva] adv
- impiously, disrespectfully (syn L ασεβώς):
- poem .. ξαπλώσατε ~τα χέρια προς εμένα | και στα νησιά μου στρέψατε άσελγα τη δούλη σκέψη (Sikel)
[der of άσεβος]
- impiously, disrespectfully (syn L ασεβώς):
- ασέβεια [asévia] η, (L)
- ① impiety, ungodliness (syn ανευλάβεια, ant ευλάβεια, σεβασμός):
- μιλάει αδιάκοπα με ~για το θεό (Athanasiadis-N)
- ⓐ impious act or behavior, impiety (syn ασέβημα):
- στην αρχαία Eλλάδα .. το να μην παντρευτεί κανείς θεωρούνταν ~ |
- υπάρχει ακόμα ο φόβος του θεού, που γι' αυτόν είναι ~ .. η σπατάλη των καρπών της γης (Floros) |
- απέναντι σε μια ~ των επικών ηρώων .. οι θεοί αντιδρούν με την οργή τους (Maronitis)
- ② disrespect, irreverence (near-syn αναίδεια 1, αυθάδεια, ant σεβασμός):
- ~στους γονείς |
- ~ στη μνήμη του δείνα |
- ούτε είναι ~ στους αρχαίους να ρωτηθούμε για τη μορφωτική τους αξία (Kakridis) |
- τον Nτον Zουάν δεν τον χαρακτηρίζει μόνον η ~ και η περιφρόνηση για τους νόμους και για τους ανθρώπους (Papatsonis, adapted)
[fr kath ασέβεια ← postmed (Somavera), MG ← PatrG, K (also pap), AG]
- ① impiety, ungodliness (syn ανευλάβεια, ant ευλάβεια, σεβασμός):
- ασέβημα [asévima] το, (L) = ασέβεια
- 1b:
- σε καμιάν άλλη πόλη ελληνική δεν έγιναν ασεβήματα μεγαλύτερα και συχνότερα από τα δικά τους (Papanoutsos)
[fr kath ασέβημα ← postmed (Somavera) ← AG, der of ασεβώ]
- 1b:
- ασεβής1 [asevís] ο, (L)
- impious person (syn άσεβος1, ant ο ευσεβής):
- ο δεισιδαίμων και υποκριτής θα στοχασθεί αυτά οπού είπα ως λόγια ενός αιρετικού, ενός ασεβούς (Demetrieis) |
- διαβάζεις αμαρτωλά κοσμικά βιβλία, που τα έγραψαν, λένε, ασεβείς, ειδωλολάτρεις (Sardelis) |
- το ακροατήριο σύσσωμο, μαζί με τους φανατικότερους ασεβείς, έκραξαν από τη συγκίνηση (Papatsonis)
[substantiv. m of ασεβής2]
- impious person (syn άσεβος1, ant ο ευσεβής):
- ασεβής2, -ής, -ές [asevís] (L) & region.
- ① impious, godless (syn ανευλαβής2 2, άσεβος2 1, ant ευσεβής):
- δεν είναι σύμφωνος με τον ασεβή και άθεον ορθολογισμό (Andronikos) |
- ο θεός να μου συχωρέσει την ασεβή αμφιβολία (Palaiologos) |
- έκαιγε .. το χειρόραφο των Nόμων του Πλήθωνος, επειδή το θεωρούσε ασεβέστατο και αντιχριστιανικό (Tatakis)
- ② disrespectful, irreverent (syn άσεβος2 2, near-syn αναιδής, αυθάδης):
- ~απάντηση, γνώμη |
- ασεβές κουτσομπολιό |
- δεν ανήκω σε κείνους που βρίσκουν ασεβή την έκδοση της ερωτικής αλληλογραφίας του Π. (Chatzinis) |
- έσπευσα ν' απομονώσω το ασεβές κατοικίδιο και να καθησυχάσω τον υψηλό μου ξένο (Palaiologos)
[fr postmed, MG ασεβής ← PatrG, K (also pap), AG]
- ① impious, godless (syn ανευλαβής2 2, άσεβος2 1, ant ευσεβής):
- άσεβος1 [ásevos] ο,
- impious person (syn ασεβής1):
- poem στάχτη να γίνουν οι άσεβοι, που δεν τα προσκυνάνε | τ' άγια σου τα κονίσματα κλ (Palam)
[substantiv. m of άσεβος2]
- impious person (syn ασεβής1):
- άσεβος2, -η, -ο [ásevos]
- ① impious, godless (syn in ασεβής2 1):
- απόδειξε στον κόσμο, που τον είχε για άσεβο, την ευλάβεια που 'κρυβε η καρδιά του (Prevelakis)
- ② disrespectful, irreverent (syn in ασεβής2 2):
- βγάζει στην κοινωνία νέους άσεβους, ξετσίπωτους, στρεψόδικους κλ (Kakridis) |
- poem .. άσεβοι προς την αφεντιά, και σε δικούς και ξένους | σκληροί κλ (Palam)
[der of ασεβής w. regressive accent for privat sense; cf άσελγος ← ασελγής etc]
- ① impious, godless (syn in ασεβής2 1):
- ασεβώ [asevό] ασεβεί, ipf ασεβούσα, aor ασέβησα (subj ασεβήσω), (L)
- ① act or speak impiously, show impiety or godlessness (ant σέβομαι):
- ασεβεί και προς την ιερότητα της στιγμής και προς το λαό που τον ακούει (Athanasiadis-N) |
- δώσε την ευλογία σου σ' αυτούς τους Xριστιανούς, που παραφέρθηκαν κι ασέβησαν (Bastias) |
- ουδέποτε ασέβησαν οι Έλληνες προς την ιερή αυτή συνήθεια (ChZalokostas) |
- στον άγιο τους ασεβούν σε στιγμές οργής (Palaiologos)
- ② show disrespect or irreverence (ant τιμώ):
- ασεβεί στον κοινωνικό νόμο |
- ασεβεί προς τη μνήμη του I.Σ. |
- κιντύνευα να παρακούσω τη συνείδησή μου και ν' ασεβήσω προς το χρέος μου (Palam) |
- κοτήσανε ν' ασεβήσουν στους ορισμούς του σουλτάνου (Petsalis) |
- από πατριωτικά ελατήρια ασέβησαν στους ελεύθερους θεσμούς (Palaiologos)
[fr kath ασεβώ ← postmed, MG ← PatrG, K (also pap), AG]
- ① act or speak impiously, show impiety or godlessness (ant σέβομαι):
- ασεβώς [asevós] adv (L)
- impiously, disrespectfully (syn άσεβα):
- έβγαλε τη γλώσσα του κοροϊδευτικά, χαχάνισε ασεβέστατα (Karagatsis) |
- τα πουλιά .. ρυπαίνουν ~ τα δημόσια μνημεία (FKakridis)
[fr kath ασεβώς ← LK, der of ασεβής]
- impiously, disrespectfully (syn άσεβα):