Greek-English Dictionary (Georgakas)

Go

Search options

Basket

Results for: άπνοος
1 item total
άπνοος, -η -ο [ápnoos] (& Kazantz άπνογος) (L)
  • ① lacking wind, windless:
    • άπνοη νύχτα, σιωπή |
    • poem σαν τ' άπνογα πανιά του καραβιού τα στήθια του φυλλίζαν (Kazantz Od 3.83) |
    • σιγό τραγούδι ανάσανε στην ξύλινη φλογέρα |..| σαν άυλα χέρια να 'παιξαν τις άπνοες τρύπες όλες (Athanas)
  • ② out of breath, breathless, exhausted:
    • άπνοο στήθος, άπνοα χείλια |
    • το σκυλί απίθωνε τη μούρη στα πόδια κ' έδειχνε άπνοο (Pasagiannis) |
    • poem κ' εκείνος ελιγώθη, | κι άλαλος, άπνογος εκείτουνταν, του κόπου αφανισμένος (Homer Od 5.457 Kaz-Kakr)
  • ⓐ not breathing, lifeless, dead (syn άπνους L, πεθαμένος):
    • μια βαριά μπάλα από σακκιά είχε ξεφύγει απ' το βίντζι κι αυτός που 'χε βρεθεί κάτω είχε μείνει ~ (Levantas) |
    • poem τα κύματα | άπνοο, νεκρόν ας με ξεβράσουνε | έναν καιρό στη θεϊκή αγκαλιά σου (Skipis)
  • ⓑ frail, weak (syn αδύνατος 1):
    • poem μπορεί και να 'χει δίκιο το άπνογο βασιλικό αποσπόρι (Kazantz Od 10.699)
  • ③ fig lacking impetus or inspiration, stagnant, dull:
    • άπνοη εργασία, ερμηνεία, σκέψη, σύνεση, ψυχή |
    • άπνοο αντίγραφο, σχήμα |
    • μυθιστορήματα με πρόσωπα άπνοα |
    • γράφει άπνοες γραμμές |
    • βλέπω την πατρίδα βυθισμένη στο άπνοο τέλμα της μοιρολατρείας (Tsatsos, adapted) |
    • η αρετή είχε καταντήσει ξερή και άπνοη συλλογιστική κατασκευή (Papanoutsos)

[cpd w. πνοή; cf άπνους]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go