Greek-English Dictionary (Georgakas)
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- άπαστρος, -η, -ο [ápastros]
- dirty, filthy (syn ακάθαρτος L, βρωμερός, βρώμικος):
- άπαστρα πιάτα, χέρια |
- ~ άνθρωπος, άπαστρη νοικοκυρά |
- poem κ' ευτύς ο λάκκος πλημμυρά όταν βρέξει | κι άπαστρη λάσπη το νερό θολώνει (Theotokis)
[fr postmed, MG άπαστρος ← MG άσπαστρος 'unbroomed, unswept'; cf σπάρτο]
- dirty, filthy (syn ακάθαρτος L, βρωμερός, βρώμικος):