Greek-English Dictionary (Georgakas)

Go

Search options

Basket

Results for: άνομβρος
1 item total
άνομβρος, -η, -ο [ánomvros] (L)
  • rainless, dry:
    • η περιοχή είναι λόγω του ξηρού αέρος ανέφελος και ~ (KPikros) |
    • poem .. μήτε κατάλαβες πώς τέλος έσκυβα στο σώμα σου | βαθιά να εύρω τη λάμψη του δικού μου· και την ηχώ μου· καθώς σκύβαμε σε στέρνα | σχεδόν κενή, | τ' άνομβρο θέρος (AMatsas)

[fr kath άνομβρος ← AG]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go