Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- άνοιωστος, -η -ο [ánjostos] (& άνοιωτος) region. & lit
- ① pas not understood, not comprehended (ant L αντιληπτός, νοητός):
- το κάτι αυτό, που πριν το φέρουν ο λόγος μας και η κρίση μας μπροστά τους, ήταν άλογο, άκριτο και άνοιωτο (Theodorakop)
- ⓐ unnoticed, unobserved:
- μπήκε και βγήκε ~ |
- poem και μπαίνει ο μέγας Πρίαμος ~, τον Aχιλλέα ζυγώνει (Homer Il 24.477 Kaz-Kakr)
- ② act. not understanding, uncomprehending:
- άνοιωτο παιδί
- ⓑ being in a state of unconsciousness, unconscious (of a sleeping or sick person):
- κοιμάται άνοιωτος |
- τον κουνάει, εκείνος ήταν άνοιωτος
[cpd of α- & νοιωστός, while dial αννένοιωστος (Naxos, Paros) fr αν- and *εννοιωστός]
- ① pas not understood, not comprehended (ant L αντιληπτός, νοητός):