Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: άμαλλος
1 εγγραφή
άμαλλος, -η, -ο [ámalos]
  • ① without hair or down (ant μαλλιαρός, μαλλωτός, τριχωτός):
    • άμαλλη κουβέρτα blanket without nap
  • ② hairless (syn άτριχος, φαλακρός, ant τριχωτός)

[fr MG άμαλλος ← PatrG ἄμαλλος (Palladius mon., early 5th c. AD), cpd w. μαλλός; cf έμμαλλος, βαθύ-, δασύ-, πολύ-, τριχό-μαλλος etc]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες