Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- άκλαδος, -η, -ο [ákla∂os] region.
- unpruned, untrimmed (syn ακλάδευτος):
- οι ελιές είναι άκλαδες |
- ήρθε ο Φλεβάρης και τ' αμπέλια είν' ακόμα άκλαδα |
- gnom ένα χρόνο άκλαδο, πέντε χρόνους έρημο of a vineyard, if left unpruned one year, it is as if left uncultivated for five years
[cpd w. κλαδεύω]
- unpruned, untrimmed (syn ακλάδευτος):