Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: άκλαδος
1 εγγραφή
άκλαδος, -η, -ο [ákla∂os] region.
  • unpruned, untrimmed (syn ακλάδευτος):
    • οι ελιές είναι άκλαδες |
    • ήρθε ο Φλεβάρης και τ' αμπέλια είν' ακόμα άκλαδα |
    • gnom ένα χρόνο άκλαδο, πέντε χρόνους έρημο of a vineyard, if left unpruned one year, it is as if left uncultivated for five years

[cpd w. κλαδεύω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες