Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- άβαθος, -η, -ο [ávaθos]
- ① having little or no depth, shallow (syn ανάβαθος, ρηχός):
- άβαθη κοίτη, άβαθη γούρνα, άβαθο νερό, άβαθο καλαθάκι |
- η ανατολική όψη με τις χαμηλές και άβαθες τρίπλευρες αψίδες (MChatzidakis) |
- οι ενδομητριακοί αδένες ήταν άβαθοι και ευθύγραμμοι χώροι (NLouros) |
- μια άβαθη σχεδία, ένα πριάρι... γλιστράει αργά (Ouranis) |
- poem και τα νεράκια τ' άβαθα, γλυκόηχα, κρύα, καθάρια (Palam)
- ⓐ fig not profound, superficial (syn επιπόλαιος, κούφιος, ρηχός):
- άβαθη γνώση |
- πολύ άβαθη λέξη, χρειαζόταν πιο βαριά (TAthanasiadis) |
- άβαθο, βέβαια, αλλά ευχάριστο ανάγνωσμα (Dimaras) |
- ~ αισθηματισμός shallow sentimentality |
- άβαθη ζωή της βιομηχανίας shallow life, dullness of industry |
- άβαθη δημοσιογραφική εντύπωση superficial journalistic impression (Palam) |
- κάπως άβαθο είναι το ξεχώρισμα σκέψης και πράξης (id.) |
- ο κάπως ~ στοχαστής (Papatsonis) |
- το βιβλίο... με την άβαθη και αντιφατική στοχαστικότητά του (id.) |
- δουλική μίμηση σε εποχή άβαθου θαυμασμού των ελληνικών προτύπων (id.) |
- τέρψη εύκολη, επιπόλαιη και άβαθη (Papanoutsos) |
- κινδυνεύει να γίνη ρηχός, ~ ο σοσιαλιστικός πολιτισμός (id.) |
- η αντίρρηση είναι επιπόλαιη, μαρτυρεί απλώς μιαν άβαθη, τολμώ να πω μια βάρβαρην αντίληψη της παιδείας (KTsatsos) |
- να επιπεδώνεται... το πνεύμα με το να περιπίπτη συχνά στο επίπεδο της ωμής και άβαθης επαφής του με τον κόσμο (Theodorakop)
- ② dial & lit very deep, bottomless (syn άπατος, απύθμενος) folks. πνιχτήκαν για τα σένα μέσα στ' άβαθα κι απάτητα νερά του Mαυροποτάμου |
- poem πόσες φορές θυμήθηκα πως τ' άβαθα νερά σου | τα τρέφουνε της συμφοράς και του πνιγμού τα δάκρυα (Valaor)
[cpd ά-βαθος; cf άτελος]
- ① having little or no depth, shallow (syn ανάβαθος, ρηχός):



