Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Ατζέμης
1 εγγραφή
Ατζέμης [adzémis] ο, ατζέμισσα [adzémisa] η, obsolesc
  • inhab of Persia, Persian, Iranian (syn Ιρανός, Πέρσης):
    • παρακάτω .. οι Ατζέμηδες με τα χαλιά τους κι οι Κούρδοι με το νταϊλίκι τους (Athanasiadis-N) |
    • folks. η μάνα μ' είναι Ατζέμισσα κι ο κύρης μου νησιώτης (DPetrop)

[fr postmed Ατζέμης ← Τurk Acem, Acemi 'Persian']

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες