Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- Ατζέμης [adzémis] ο, ατζέμισσα [adzémisa] η, obsolesc
- inhab of Persia, Persian, Iranian (syn Ιρανός, Πέρσης):
- παρακάτω .. οι Ατζέμηδες με τα χαλιά τους κι οι Κούρδοι με το νταϊλίκι τους (Athanasiadis-N) |
- folks. η μάνα μ' είναι Ατζέμισσα κι ο κύρης μου νησιώτης (DPetrop)
[fr postmed Ατζέμης ← Τurk Acem, Acemi 'Persian']
- inhab of Persia, Persian, Iranian (syn Ιρανός, Πέρσης):