Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Αστραχάν
3 εγγραφές [1 - 3]
Αστραχάν [astraxán] το, geogr
  • city and area by the delta of the river Volga (USSR), Astrakhan.
αστραχάν [astraxán] το, (& αστρακάν & αστραχάς & αστρακάς ο)
  • astrakhan fur or cloth:
    • αληθινό ~ |
    • ιμιτασιόν ~ |
    • σκούφος από ~ |
    • φορούσε με καμάρι τις μπότες του πυροβολικού και το κασκέτο από αστραχά (Myriv) |
    • ο διευθυντής φοράει το γκρίζο αστρακάν καλπάκι του λίγο λοξά (DOikonomidis) |
    • το παλτό μου βεβαίως δεν ήταν καθόλου βρωμοπαλτό, ήταν ο ακριβότερος αστρακάς (Tachtsis)

[der of Aστραχάν]

αστραχάνικος, -η, -ο [astraxánikos]
  • οf or pertaining to Astrakhan:
    • ο κόμης, που γευόταν το αστραχάνικο χαβιάρι, δεν ευκαίρησε ν' απαντήσει (TAthanasiadis)

[der of Aστραχάν]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες