Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Αστουριανός
1 εγγραφή
Αστουριανός [asturianós] ο,
  • inhabitant of Asturia:
    • πήδησε η χάρη στο πρόσωπο του θερμόαιμου Aστουριανού (Papatsonis).
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες