Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- Ασιάτιδα [asiáti∂a] η, (L)
- Asian woman (syn Aσιάτισσα):
- in adj function ακολουθεί η είσοδος στη σκηνή του χορού αποτελουμένου από Aσιάτιδες γυναίκες (Georgoulis)
[fr kath Aσιάτις ← AG, f of Aσιάτης]
- Asian woman (syn Aσιάτισσα):