Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- Αρμενοκαθολικός [armenokaθolikós] ο, (L)
- Armenian Catholic:
- υπάρχουν επίσης .. οι Aρμενοκαθολικοί, οι μονοφυσίτες Aρμένιοι, οι διαμαρτυρόμενοι, ίσως και άλλων δογμάτων και κλιμάτων Xριστιανοί (Theotokas) [fr kath (neol Koumanoudis) Aρμενοκαθολικός, cpd w. καθολικός]. Cf also obsolesc Aρμενοκατόλικοι
- Armenian Catholic: