Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
5 εγγραφές [1 - 5] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- Ανθή [anθí] η, hypocor Aνθούλα pers-n
[der of άνθος]
- ανθηρά [anθirá] adv (L)
- bloomingly, flourishingly:
- poem στέριωσαν οι νέες εικόνες, νοιώσαμε τις νέες μορφές, | που ~ μας περιβάλαν, ξαφνικά, σε μια νυχτιά (Papatsonis)
[der of ανθηρός; cf kath (Koumanoudis) ανθηρώς]
- bloomingly, flourishingly:
- ανθηρός, -ή, -ό [anθirós] (L)
- ① blooming, flourishing (syn ανθάτος, ανθερός D):
- ~ κήπος |
- ανθηρή αυλή, βραγιά |
- πήρε τη στενή κοιλάδα και τη μεταμόρφωσε σε ανθηρό περιβόλι (Panagiotop) |
- poem εκεί έχει το γιβάρι περιβόλι ανθηρό (Palam)
- ② fig fresh, vigorous, flourishing (syn L ακμαίος, θαλερός, ant μαραμένος):
- ανθηρή όψη |
- ανθηρό πρόσωπο |
- ωραία κόρη, ανθηρή και περήφανη |
- και τι δεν έκανε για ν' ανανεώνει τη δύναμη που σπαταλούσε και να φαίνεται νέος κι ~ (Xenop) |
- το κόκκινο φέσι του υπογράμμιζε τα χιονάτα μαλλιά και το ανθηρό δέρμα του προσώπου του (Tsirkas) |
- το κυριαρχικό θέμα της ανθηρής γυναικείας μορφής (Karouzos) |
- poem όμορφες κόρες ανθηρές, παιδιά χαριτωμένα (Markoras)
- ⓐ lit florid (syn γλαφυρός):
- ανθηρό ύφος |
- ανθηρή έκφραση |
- η ωδή αυτή είναι ένα σύνολο φωτεινού λυρισμού, ανθηρού στην πολυχρωμία του λυρικού λόγου (Spandonidis) |
- ο X. αποστρέφεται από έθος και από χρέος τον ανθηρό λόγο (Panagiotop)
- ⓑ flourishing, developed, advanced (syn αναπτυγμένος):
- ~ εμπορικός οίκος |
- ανθηρή αποικία, κοινωνία, πόλη |
- ανθηρή επιχείρηση, οικονομία, παιδεία |
- ανθηρότατη γεωργία |
- ανθηρό εμπόριο, σωματείο |
- ανθηρά χωριά |
- τα οικονομικά του σπιτιού δε βρίσκονταν σ' ανθηρό σημείο (Terzakis) |
- η βιομηχανία των διασκεδάσεων είναι συστηματικά οργανωμένη, και ανθηρότατη (Theotokas) |
- το έδαφος της Bενετιάς είναι ξένο, αλλά το πατεί μια ανθηρή ελληνική παροικία (Dimaras) |
- καταλαβαίνουμε εύκολα πώς ο ~ εκείνος ελληνισμός υπέκυψε τόσο γοργά (Vacalop) |
- οι Eβραίοι είχαν μιαν ανθηρή κοινότητα στα Γιάννινα (Venezis) |
- στην εμπορική θέση της πόλεως οφείλεται ο ~ πολιτισμός της (Varelas) |
- ο ανθηρότατος ελληνισμός της διασποράς υπήρξε πάντοτε ο μεγάλος χρηματοδότης των αγώνων του γένους (Vranousis)
[fr kath ανθηρός ← K, AG, der of ἄνθος]
- ① blooming, flourishing (syn ανθάτος, ανθερός D):
- ανθηρότητα [anθirótita] η, (L)
- ① bloominess, blossoming, flowering (syn άνθιση 1, άνθισμα, ανθοφορία L):
- η ~ του κήπου, του περιβολιού
- ② fig bloom, freshness, vigor (synL ακμαιότητα, θαλερότητα):
- η ~ της νεότητας |
- η ~ της επιδερμίδας, του προσώπου |
- δεν έχει πια την παλιά του ~ |
- κατά τι σε κάνει τάχα πιο ευτυχισμένο η παράταση της ανθηρότητάς σου; (Palaiologos) |
- από τον καιρό που ξεκληρίστηκε ο πρόεδρος έχασε το πάχος και την ανθηρότητά του (Chrysanthis)
- ⓐ flourishing, development (syn άνθιση 2b, ανάπτυξη, εξέλιξη):
- μη λησμονούμε την ~ της γραικικής κοινότητας της Bενετίας (Petsalis) |
- η βιοτεχνική ~ της Iνδίας βάσταξε ως το τέλος της Aναγέννησης (Evelpidis) |
- αυτά τα χωριά είχαν αναπτυγμένη οικονομική ~ (Varelas)
[fr kath ανθηρότης ← PatrG, K, der of AG ἀνθηρός]
- ① bloominess, blossoming, flowering (syn άνθιση 1, άνθισμα, ανθοφορία L):
- άνθηση s. άνθιση.