Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "-άτορας"
1 εγγραφή
-άτορας [átoras] m suff
  • of nouns denoting s.o.
  • ① holding a position or office or carrying out a function, e.g. αποστολάτορας, βαρδιάτορας, βλεπάτορας, νοικάτορας, συμβουλάτορας, φυλακάτορας etc
  • ② plying a trade or profession, e.g. μαγαζάτορας, παιγνιδιάτορας etc

[fr AG nouns in -άτωρ (e.g., αὐτοκράτωρ) & fr Lat nouns in -ator (e.g., mandator)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες