Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ἵπταμαι
1 εγγραφή
ίπταμαι.
  • Πετώ, υψώνομαι στον αέρα:
    • ίπταται μετά πυρός τον λογισμόν φλογίζων (Διγ. Gr. 613).

[μτγν. ίπταμαι]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες