Epitome of the Kriaras Dictionary
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- ίπταμαι.
-
- Πετώ, υψώνομαι στον αέρα:
- ίπταται μετά πυρός τον λογισμόν φλογίζων (Διγ. Gr. 613).
[μτγν. ίπταμαι]
- Πετώ, υψώνομαι στον αέρα:
ΞΞ½Ξ± εγχείΟΞ·ΞΌΞ± του ΞΞΞ½Ο„ΟΞΏΟ… Ελληνικής ΓλΟσσας Ξ³ΞΉΞ± την υποστήΟΞΉΞΎΞ· της ελληνικής Ξ³Ξ»Οσσας στη διαχΟΞΏΞ½Ξ―Ξ± της: Ξ±Οχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, Ξ½ΞΞ± ελληνική αλλά ΞΊΞ±ΞΉ στη συγχΟΞΏΞ½ΞΉΞΊΞ® της διάσταση.
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[μτγν. ίπταμαι]
© 2006 - 2008 Centre for the Greek Language | Copyright | Terms of Use |