Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: παπαγᾶς
1 εγγραφή
παπαγάς ο.
  • Παπαγάλος:
    • το έναν της χέριν παπαγάν ημερωμένον είχε (Λίβ. Esc. 2153).

[<αραβ. babagâ. Η λ. στο Meursius]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες