Επιτομή Λεξικού Κριαρά
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- παγώνω.
-
- I. Ενεργ.
- 1)
- α) (Προκ. για νερό) μεταβάλλομαι σε πάγο, στερεοποιούμαι:
- (Πουλολ. 93)·
- Τῳ αυτῴ χρόνῳ επάγωσεν η θάλασσα εις την Πόλη (Συναδ. φ. 24r)·
- β) (προκ. για χιόνι):
- χιόνια και χαλάζι ρίχτει … κι ευθύς … τό να το ρίξει πάγωσε (Θησ. Ζ́ [368]).
- α) (Προκ. για νερό) μεταβάλλομαι σε πάγο, στερεοποιούμαι:
- 2) (Προκ. για φυτά) καταστρέφομαι από την παγωνιά:
- τες κιτρίες … να τες σκεπάζετε τον χειμώνα … να μη παγώνουσι (Αγαπ., Γεωπον. 151).
- 3) (Προκ. για φαγητό) κρυώνω:
- εφύσα … το φαγί, να παγώσει (Αιτωλ., Μύθ. 12516· Προδρ. IV 243).
- 4) (Προκ. για αίμα) πήζω:
- (Αγαπ., Γεωπον. 179).
- 5) Ξεπαγιάζω, «ξυλιάζω», κρυοπαγώ:
- (Αιτωλ., Μύθ. 12512)·
- μέσα στα χιόνια μπαίναν (ενν. οι Τούρκισσες) και επαγώναν αι πτωχές (Παλαμήδ., Βοηβ. 182).
- 1)
- II. (Μέσ.) τρομάζω, παραλύω από φόβο:
- ως ήκουσεν εκείνα τα μαντάτα, ετρόμαξεν, …, επαγώθην (Γεωργηλ., Βελ. Λ 118).
- Φρ. παγώνει η καρδία μου = μένω απότομα άφωνος και ακίνητος, παραλύω από έκπληξη ή φόβο:
- (Χρον. Τόκκων 2825).
- Η μτχ. παρκ ως επίθ. =
- 1) Που έχει μεταβληθεί σε πάγο:
- ήταν στιλβωμένον δυνατά τόσον (ενν. το τρίκλινο), … οπού εφαίνετον ωσάν νερόν παγωμένον (Διγ. Άνδρ. 40011‑2).
- 2) Που έχει την ψυχρότητα του πάγου, ψυχρός, πολύ κρύος:
- ήστεκα ως το μάρμαρον το κρύον το παγωμένον (Λίβ. Esc. 2120· Σπαν. B 29).
[<παγόω (4. αι.). Διαφ. τ. της λ. σήμ. ιδιωμ. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.]
- I. Ενεργ.



