Epitome of the Kriaras Dictionary

Go

Search options

Basket

Results for: λυπηρός
1 item total
λυπηρός, επίθ.· λυπερός.
  • 1) Που προκαλεί λύπη, θλιβερός:
    • (Διγ. Gr. 1937), (Αλφ. ξεν. Αθ. 50).
  • 2) Λυπημένος, θλιμμένος:
    • τον κόντον ηύραν λυπηρόν (Χρον. Μορ. H 184).
  • 3) Πένθιμος:
    • με ρούχα μαύρα, λυπηρά (Θησ. Β́ [263]).
  • Το ουδ. ως ουσ. = λύπη:
    • (Καλλίμ. 8).

[αρχ. επίθ. λυπηρός. Η λ. και σήμ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go