Επιτομή Λεξικού Κριαρά
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- θυμίασμα το· θύμιασμα.
-
- α) Καπνός του θυμιάματος:
- στες αγίες σας τράπεζες το θύμιασμα στραβαίνει (Σουμμ., Παστ. φίδ. Δ´ [447])·
- β) θυμιάτισμα:
- συναπαντούσιν τη (ενν. την ψυχή) … άγγελοι φωτεινοί με θυμιάσματα (Αποκ. Θεοτ. II 58).
[<αόρ. του θυμιάω + κατάλ. ‑μα. Ο τ. και σήμ. Η λ. σε παπυρ., στο Somav. και σήμ.]
- α) Καπνός του θυμιάματος: