Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ευυπόληπτος
1 εγγραφή
ευυπόληπτος, επίθ.
  • Που έχει καλή υπόληψη, αξιότιμος:
    • την φιλίαν σου την καλήν και ευυπόληπτόν σου (Λίβ. N 3572).
  • Το ουδ. ως ουσ. = η καλή υπόληψη, αξιοπρέπεια:
    • (Λίβ. Sc. 2975).

[αρχ. επίθ. ευυπόληπτος. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες