Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γομφάριν
1 εγγραφή
γομφάριν το· γουφάριν· γοφάριν· λοφάριν.
  • Το ψάρι γοφάρι:
    • ακρόπαστα καν τέσσαρα γοφάρια εκ τα μεγάλα (Προδρ. IV 208).

[<αρχ. ουσ. γόμφος (πβ. DGE, στη λ. III) + κατάλ. άρι(ο)ν. Τ. ιον στον Τζέτζη και σε σχόλ. (L‑S). Τ. γου‑ και γοφάριον στο Du Cange App., λ. γουφάρον και γοφάριον. Διάφ. τ. σήμ. ιδιωμ. και γοφάρι κοιν. (ΙΛ)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες