Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τουλουμιάζω
1 εγγραφή
τουλουμιάζω [tulumnázo] Ρ2.1α μππ. τουλουμιασμένος : (λαϊκ.) συνήθ. στη ΦΡ τουλουμιάζω κπ. (στο ξύλο), τον δέρνω πολύ.

[τουλούμ(ι) -ιάζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες