Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: παρασπονδώ
1 εγγραφή
παρασπονδώ [parasponδó] Ρ10.9α : αθετώ, παραβαίνω, καταπατώ συμφωνία, συνθήκη που έχω συνάψει ή δέσμευση που έχω αναλάβει.

[λόγ. < αρχ. παρασπονδῶ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες