Παράλληλη Αναζήτηση
Αναζήτηση για: "παρασπονδώ"
1 λέξη με 1 εμφανίσεις | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- παρασπονδήσει (1) [παρασπονδώ - V:F3s:S3s]
-
M0147 P013 L021 … σύζυγος, όμως, αναγκάζεται να παρασπονδήσει όταν χάνει το πρώτο της παιδί.…