Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κακοκαρδίζω
1 εγγραφή
κακοκαρδίζω [kakokarδízo] -ομαι Ρ2.1 : (οικ.) προκαλώ σε κπ. στενοχώρια ή δυσαρέσκεια με κάποια ενέργειά μου, αντίθετη με τις επιθυμίες του. ANT καλοκαρδίζω: Δε θέλω να του χαλάσω το χατίρι και να τον κακοκαρδίσω. Είναι πολύ κακοκαρδισμένος μαζί σου. Mη μου κακοκαρδίζεσαι, μη μου στενοχωριέσαι.

[μσν. κακοκαρδίζω < κακόκαρδ(ος) -ίζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες