Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κακοκαρδίζω [kakokarδízo] -ομαι Ρ2.1 : (οικ.) προκαλώ σε κπ. στενοχώρια ή δυσαρέσκεια με κάποια ενέργειά μου, αντίθετη με τις επιθυμίες του. ANT καλοκαρδίζω: Δε θέλω να του χαλάσω το χατίρι και να τον κακοκαρδίσω. Είναι πολύ κακοκαρδισμένος μαζί σου. Mη μου κακοκαρδίζεσαι, μη μου στενοχωριέσαι.
[μσν. κακοκαρδίζω < κακόκαρδ(ος) -ίζω]