Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Ὀθωμανός
1 εγγραφή
Οθωμανός ο· Οτμάνος· Οτομάνος, (Χρον. σουλτ. 3625)· γεν. Οτομάνο· 'Τομάνο, (Τζάνε, Κρ. πόλ. 5781).
  • Οθωμανός:
    • το γένος των Οτμάνων (Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 351
    • (εδώ περιληπτ.):
      • τα 'δώκανε (ενν. τα Χανιά) …, στο χέρι του Οτομάνο (Τζάνε, Κρ. πόλ. 57920).

[<αραβ. Utmān/Othman (όνομα του ιδρυτή του οθωμανικού κράτους). Ο τ. Οτο <ιταλ. Ottomano. Η λ. σε κείμ. του 14.-15. αι. (Mor., Byzantinot. 215) και σήμ. Για τη λ., καθώς και τ., βλ. Mor., ό.π. 214-216.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες