Επιτομή Λεξικού Κριαρά
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- όχεντρα η· όντρα.
-
- Οχιά:
- ο κόρακας φαίνεται από την μαυράδαν του και η όχεντρα από το φαρμάκιν (Χρονογρ. 245)·
- (σε μεταφ.):
- η μέθη είναι οχέντρα τυφλή με δίχως μάτια (Ιστ. Βλαχ. 2097).
- Η λ. στον τ. Οχέντρες ως τοπων.:
- (Πορτολ. Α 2541‑2).
[<πιθ. ουσ. έχεντρα <αρχ. έχιδνα με επίδρ. του ουσ. σκολόπεντρα. Τ. έχενδρα και όχενδρα στο Du Cange και σήμ. ιδιωμ. Τ. όχιντρα σήμ. ιδιωμ. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ. λαϊκ. (ΛΚΝ)]
- Οχιά: