Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ὁλοκοτίνιν
1 εγγραφή
ολοκοτίνιν το· 'λοκοτίνιν.
— Βλ. και ολοκότινον.
  • α) Είδος χρυσού νομίσματος (πιο γνωστό ως χρυσούν, χρύσινον, υπέρπυρον, νόμισμα):
    • ολοκοτίνιν … ουκ είχα να αγοράσω (ενν. αλεύριν) (Προδρ. III 183‑2 χφφ SAC κριτ. υπ.
  • β) είδος νομίσματος της Κύπρου, πιο γνωστό ως βυζάντιον (βλ. ά.):
    • επουλιέτον (ενν. το κριθάριν) ιβ́ καφιζία εις το 'λοκοτίνιν (Μαχ. 43619).

[<ουσ. ολοκότινον. Η λ. τον 5. αι.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες