Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ὀψαρᾶς
1 εγγραφή
οψαράς ο· ψαράς.
  • Ψαράς:
    • (Αιτωλ., Μύθ. 171), (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 253r).

[<ουσ. οψάριον + κατάλ. ‑άς. Ο τ. σε έγγρ. του 13. αι. ως επών., στο Meursius και σήμ. Η λ. τον 11.-12. αι. (TLG) ως επών. και σήμ. ποντ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες