Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ὀψάριον
1 εγγραφή
οψάριον το· οψάρι· οψάριν· οψάρι(ο)ν· ψάρι· ψάριν· ψάριον.
  • 1)
    • α) Ψάρι:
      • (Ιμπ. 607·), (Ασσίζ. 24029
    • β) (συνεκδ. το ένα αντί για τα πολλά):
      • πλήθος οψάριν έπιασαν, μικρά τε και μεγάλα (Ιμπ. 608· Πεντ. Έξ. VII 21
    • γ) (σε παρομοίωση):
      • Έχεις με χιλιομπέρδευτο σαν ψάριν εις το δίκτυ (Ch. pop. 202· Ερωτόκρ. Δ́ 24
    • δ) (σε σχ. υπερβολής):
      • μηδέ στο γιαλό τόσα δεν είναι ψάρια … όσά 'χε η δόλια μου καρδιά … βάσανα (Ερωφ. Ά 262· Πανώρ. Γ́ 103
    • ε) (σε σχ. αδυνάτου):
      • Όντεν ιδείς εις το βουνί να περπατεί το ψάρι … τότες εμέν και σεν, κυρά, θέλουσι ευλογήσει (Ch. pop. 587· Περί ξεν. 285
    • στ) (σε παροιμ.):
      • απού την κεφαλή εβρόμεψε το ψάρι (Τζάνε, Κρ. πόλ. 44126
    • ζ) φρ. τρέμω σαν το ψάρι = φοβάμαι πολύ:
      • (Διγ. O 98), (Σταυριν. 106).
  • 2) (Μεταφ.) μυς του χεριού:
    • Κακά ήτον λαβωμένος· στο χέριν είχεν κονταριά απάνω εις το οψάριν (Χρον. Τόκκων 1115).

[αρχ. ουσ. οψάριον. Ο τ. οψάριν τον 7. αι. και σήμ. ποντ., όπως και τ. οψάρ’. Ο τ. ψάρι στο Meursius (λ. ‑η) και σήμ. Ο τ. ψάριν και σήμ. κυπρ. και ποντ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες