Επιτομή Λεξικού Κριαρά
7 εγγραφές [1 - 7] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ορδινιά η· ορδίνια· ορδινία· ορδουνία· ορδουνιά.
-
— Βλ. και όρδενε, όρδινας, όρδινο, όρδινος.
- 1) Σειρά πραγμάτων τοποθετημένων το ένα δίπλα στο άλλο, στοίχος, αράδα:
- να βάλεις αυτά (ενν. τις πίτες) δυο ορδινιές (Πεντ. Λευιτ. XXIV 6).
- 2)
- α) Κανονική σειρά, αλληλουχία, τάξη· διευθέτηση:
- Ούτε ορδινία είχασι, μόνον ετρέχαν όλοι (Θησ. Ή [207]· Κορων., Μπούας 152)·
- έκφρ. εις ορδινιάν = στη σειρά, με τη σειρά:
- (Σουμμ., Παστ. φίδ. Β́ [169]), (Αρσ., Κόπ. διατρ. [965])·
- β) (συνεκδ.) ακολουθία προσώπων, συνοδεία:
- ήσαν και αι βάιες μου και όλη μου η ορδινία (Διγ. Άνδρ. 36022).
- α) Κανονική σειρά, αλληλουχία, τάξη· διευθέτηση:
- 3)
- α) (Προκ. για στράτευμα) έκφρ. με ορδινιά = με παράταξη:
- (Διγ. O 1180)·
- β) (συνεκδ.) στρατιωτικό σώμα:
- εμισεύσαμε μ’ όλην την ορδινία … κι εγυρίσαμε εις την Βαβυλωνία (Αλεξ. 2656).
- α) (Προκ. για στράτευμα) έκφρ. με ορδινιά = με παράταξη:
- 4) Προκ. για αφήγηση
- α) συνοχή, ειρμός·
- εκφρ. κατά ορδινίαν, σ’ ορδινίαν = με τη σειρά· διεξοδικά, λεπτομεριακά:
- (Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ. Λουκ. ά 3 σχόλ.), (Αχέλ. 1129)·
- εκφρ. κατά ορδινίαν, σ’ ορδινίαν = με τη σειρά· διεξοδικά, λεπτομεριακά:
- β) λεπτομέρεια:
- να δηγηθώ τα άθλα τoυ …, μ’ όλες τες ορδινίες (Διγ. O 4).
- α) συνοχή, ειρμός·
- 5)
- α) Ετοιμασία, προετοιμασία:
- κάμνει και την ορδινιά ως για να ταξιδεύσει (Αλεξ. 320· Παλαμήδ., Βοηβ. 122)·
- β) (συνεκδ.) εφόδια, χρειώδη:
- πάπλωμα … με πάσα του λογής ορδινία (Βαρούχ. 62612)·
- γ) (προκ. για άλογο) ιπποσκευή:
- (Μαρκάδ. 556)·
- δ) (προκ. για στρατό) εξοπλισμός:
- άρματα … και έτερες ορδινιές του πολέμου (Σουμμ., Ρεμπελ. 177).
- α) Ετοιμασία, προετοιμασία:
- 6) Μέθοδος, τρόπος:
- Με πάσα μόδον και ορδινιά (Ριμ. Απολλων. [1223]· Θησ. (Foll.) I 40)·
- εκφρ.
- (1) με ορδινιά = με μεθοδικό τρόπο· τακτικά:
- (Ιμπ. (Legr.) 702)·
- (2) με ορδινιά ότι = με τέτοιον τρόπο, έτσι ώστε:
- (Σουμμ., Ρεμπελ. 191)·
- (1) με ορδινιά = με μεθοδικό τρόπο· τακτικά:
- φρ. κάμνω τρόπον κι ορδινιά, ευρίσκω μόδο κι ορδινιά = βρίσκω τρόπο, καταφέρνω:
- (Πικατ. 73), (Τζάνε, Κρ. πόλ. 17322).
- 7)
- α) (Προκ. για στρατιωτική επιχείρηση) πολεμική τακτική, στρατηγική:
- δεν είχαν τι να κάμουν, με είντα τρόπον και ορδινιάν στην νίκην τους να δράμουν (Αχέλ. 765· Σταυριν. 6)·
- β) (συνεκδ.) σκέψη· μυαλό:
- Μην κάθεσαι άνεργος ποτέ …, ενέργα ή με το κορμί ή με την ορδινιά σου (Φαλιέρ., Λόγ. 78).
- α) (Προκ. για στρατιωτική επιχείρηση) πολεμική τακτική, στρατηγική:
- 8) Συνήθεια, τάξη·
- φρ. κρατώ ορδινιά = έχω τη συνήθεια:
- (Ερωτόκρ. Ά 451).
- φρ. κρατώ ορδινιά = έχω τη συνήθεια:
- 9)
- α) Παραγγελία· εντολή, διαταγή:
- (Ερωτόκρ. Β́ 2451)·
- να λαβαίνει ορδινία εισέ ποίον τόπον έχει να υπάγει (Σουμμ., Ρεμπελ. 158)·
- φρ.
- (1) έχω, ποιώ, στήνω ορδινιά = εκδίδω διαταγή, διατάσσω (βλ. και δίδω IÁ12β φρ.):
- (Ευγέν. 107), (Θησ. Β́ [833]), (Ριμ. Απολλων. [1631])·
- (2) ορίζω μ’ ορδινία = διοικώ κατόπιν εντολής, επιτροπεύω:
- (Αλεξ. 2828, 2684)·
- (1) έχω, ποιώ, στήνω ορδινιά = εκδίδω διαταγή, διατάσσω (βλ. και δίδω IÁ12β φρ.):
- β) (θεία) εντολή:
- ως είναι η ορδινιά σου θέλει γενεί, άξε θεέ (Φορτουν. Ιντ. ά 179)·
- (εδώ) ιερός κανόνας ζωής:
- έν’ καλό να ζούμε κατά την … ορδινιά την άγιαν (Φαλιέρ., Ρίμ. 80).
- α) Παραγγελία· εντολή, διαταγή:
- 10) Συμβουλή· νουθεσία, διδασκαλία:
- γέρος που να 'ναι πελελός, δεν 'ξίζουν οι ορδινιές του (Αλεξ. 394 κριτ. υπ.· Πτωχολ. P 51).
- 11) Διαθήκη:
- ήκραξα εσένα τον παρών νοτάριον … οδιά να γράψεις … τεσταμέντο και υστεράν μου ορδινιάν (Διαθ. 17. αι. 312· Διαθ. Ακοτ. 14717).
- 12)
- α) Κανονισμός· νόμος:
- με τσι συνηθικές ορδινίες να καταστιχάρουν … το άνωθεν αμπέλι (Βαρούχ. 13127)·
- β) νόμος (της φύσης):
- (Φαλιέρ., Ρίμ. 263).
- α) Κανονισμός· νόμος:
- 13) Διακανονισμός, συμφωνία:
- να γίνει μία κοινή … ορδινία διαμέσου των εξουσιαστάδων (Χριστ. διδασκ. 493).
- Φρ.
- 1)
- α) Βάζω εις ορδινίαν, βλ. βάζω (II) 2 Φρ. β·
- β) βάνω σε ορδινιά, βλ. βάνω I 26 Φρ. α·
- γ) βάνω κάπ. σ’ ορδινιά(ν) =
- (α) υποδεικνύω, καθοδηγώ:
- (Ευγέν. 317), (Χούμνου, Κοσμογ. 1234)·
- (β) διοικώ:
- (Τζάνε, Κρ. πόλ. 48610)·
- δ) βάνομαι εις ορδινία =
- (α) ετοιμάζομαι:
- (Κορων., Μπούας 129)·
- (β) βλ. βάνω 5 φρ.
- 2) Βάνω ορδινία, ορδινιά =
- (α) βάζω τάξη, οργανώνω:
- (Φαλιέρ., Ρίμ. 29)·
- (β) βλ. βάνω I 27 Φρ.
- 3) Είμαι, ευρίσκομαι, στέκω εις ή σ’ ορδινιά = είμαι έτοιμος, σε ετοιμότητα, (συν. για πολεμιστή) σε θέση μάχης:
- (Μαρκάδ. 627), (Κορων., Μπούας 125).
- 4) Έχω κ. σ’ ορδινιά = έχω έτοιμο, τακτοποιημένο:
- (Πορτολ. Α 2491).
- 5)
- α) Κάμνω ορδινιά = ετοιμάζω, προετοιμάζω:
- (Χούμνου, Κοσμογ. 1746), (Διγ. O 502)·
- β) κάμνω ορδινία, βλ. κάμνω Φρ. 84.
- 6) Μπαίνω σ’ ορδινιά, βλ. μπαίνω Φρ. 41.
- 7) Ορθώνω εις ορδινιάν = οργανώνω, τακτοποιώ· παρατάσσω:
- (Κορων., Μπούας 55).
[<ορδινιάζω ή, πιο πιθ., <ουσ. όρδινος. Ο τ. ‑ία σε έγγρ. του 12. αι., στο Meursius και σήμ. ιδιωμ. Διάφ. τ. της λ. σήμ. ιδιωμ. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ. κρητ.]
- 1) Σειρά πραγμάτων τοποθετημένων το ένα δίπλα στο άλλο, στοίχος, αράδα:
- ορδινιάζω· αρδινιάζω· αρδουνιάζω· ορδενιάζω· ορδουνιάζω· οροδινιάζω· παρατ. ερδίνιαζα· αόρ. ερδίνιασα· ερδινιάστηκα.
-
- I. Ενεργ.
- Ά Μτβ.
- 1)
- α) Τοποθετώ στη σειρά, στοιχίζω, αραδιάζω:
- Στάρια … αλώνευτα ορδινιάζει (Χούμνου, Κοσμογ. 1777· Πεντ. Γέν. XXII 9)·
- β) φέρνω στο ίδιο επίπεδο, εξισώνω:
- τα φορτίνια … με τα παραχάντακα τρίγυρα τ’ αρδινιάσαν (Τζάνε, Κρ. πόλ. 30314).
- α) Τοποθετώ στη σειρά, στοιχίζω, αραδιάζω:
- 2)
- α) Τακτοποιώ, συγυρίζω, ευτρεπίζω:
- ορδινιάζει το οσπίτιν της (Σπαν. (Ζώρ.) V 594· Αιτωλ., Μύθ. 856)·
- β) διαμορφώνω, διευθετώ (ένα χώρο):
- περβόλι ν’ ορδινιάσω (Χορτάτση, Ελευθ. Ιερουσ. Ά 52· Αλεξ. 1388)·
- γ) στολίζω, διακοσμώ:
- η αυλή να είναι στολισμένη και ορδινιασμένη με μεταξωτά (Μπερτόλδος 30· Θρ. Κύπρ. 443).
- α) Τακτοποιώ, συγυρίζω, ευτρεπίζω:
- 3) Κάνω (κάπ. ή κ.) έτοιμο (για κ.), ετοιμάζω, προετοιμάζω:
- τα ξύλα τσ’ ολοκάρπωσης, την 'στίαν ορδινιάζει (Χούμνου, Κοσμογ. 1244· Τζάνε, Κρ. πόλ. 48825).
- 4)
- α) Εφοδιάζω, εξοπλίζω· οργανώνω:
- ορδίνιασε τόσα πολλά σπιτάλια να κυβερνούν τους ασθενείς (Άλ. Κύπρ. 1568· Τζάνε, Κρ. πόλ. 4899), (Συναδ. φ. 23r)·
- β) συγκροτώ (στρατιωτικό σώμα):
- ήλθα … φουσσάτο ν’ αρδινιάσω (Αλεξ. 983).
- α) Εφοδιάζω, εξοπλίζω· οργανώνω:
- 5) Ετοιμάζω, παρασκευάζω· παραθέτω (γεύμα):
- (Μπερτόλδος 65)·
- ο δείπνος απού ερδίνιασα, πότε θα τονε φάμε; (Φορτουν. Δ́ 390)·
- (με σύστ. αντικ.):
- να φέρεις το τραπέζι και να ορδινιάσεις το ορδίνιασμά του (Πεντ. Έξ. XL 4).
- 6)
- α) Κατασκευάζω, φτιάχνω:
- δυο φελλοπάπουτσα … να μ’ ορδινιάσου (Φορτουν. Έ 46· Β́ 500)·
- β) επινοώ, εφευρίσκω:
- ορδίνιαζε (ενν. ο βασιλεύς) καινούργιους μόδους να τους βασανίζει (ενν. τους χριστιανούς) (Βενετσάς, Δαμασκηνού Βαρλαάμ 3224).
- α) Κατασκευάζω, φτιάχνω:
- 7)
- α) Τακτοποιώ, διευθετώ (υποθέσεις):
- εζήτησεν γράσαν τάρμε οκτώ μέρες διά … να ορδινιάσει τα καμώματά του (Άνθ. χαρ. (κυπρ.) 8612· Μικρ. διηγ. II 30)·
- β) (με διαθήκη):
- διά της τούτου γραφής διαθήσομαι και ορδινιάσω είτι άρα έχω (Διαθ. Πασχαλίγ. 78).
- α) Τακτοποιώ, διευθετώ (υποθέσεις):
- 8) Κανονίζω, ρυθμίζω:
- του καθενού το μερτικόν εκείνος ν’ αρδινιάσει (Αιτωλ., Μύθ. 378· Χίκα, Μονωδ. 174).
- 9)
- α) Σχεδιάζω, οργανώνω, κανονίζω:
- να βρει μόδο κιανένα να 'χε ξηλώσει τη δουλειά ετούτη π’ ορδινιάζου (Κατζ. Β́ 413· Ευγέν. 376)·
- β) (προκ. για τελετή, γιορτή) διοργανώνω:
- τους γάμους ορδινιάζουν (Διγ. O 543· Θησ. (Foll.) I 61).
- α) Σχεδιάζω, οργανώνω, κανονίζω:
- 10) Φροντίζω, ενεργώ (ώστε να γίνει κ.):
- (Διαθ. 17. αι. 355)·
- ν’ αρδινιάσου 'ς τόπο ψηλό και ξανοιχτό αυτόνο ν’ ανεβάσου (ενν. το άλογο) (Φορτουν. Ιντ. δ́ 143).
- 11) Εκτελώ, πραγματοποιώ:
- τ’ άλλα τά ορδίνιασε και τις να τα θυμάται …; (Γεωργηλ., Θαν. 320· Αιτωλ., Βοηβ. 267).
- 12)
- α) Δίνω εντολή, προστάζω (κάπ. να κάνει κ.):
- Ο κύρης … ορδινιάζει τρία άλογα να στρώσουσιν (Βεντράμ., Φιλ. 287)·
- έναν της δούλον έκραξε για να τον ορδινιάσει (Ριμ. Απολλων. [1214])·
- β) ορίζω, παραγγέλλω:
- να σου δώσω μίαν ιατρείαν, την οποίαν ορδίνιασεν ο ιατρός (Μπερτολδίνος 149)·
- γ) (σε διαθήκη) αφήνω εντολή, παραγγελία, ορίζω:
- οι κομεσάριοί μου … να τελειώσου ό,τι εδώ θέλω ορδινιάσει (Διαθ. 17. αι. 140)·
- δ) συμβουλεύω, καθοδηγώ:
- (Τριβ., Ρε 264)·
- ορδινιάζω σας, … οποίος ακούσει φυλακήν, κανείς μηδέν γελάσει (Σαχλ., Αφήγ. 428)·
- ε) αποφασίζω:
- οι καβαλάρηδες … ορδινιάσα να βάλουν ρήγα τον σινεσκάρδον (Μαχ. 5942).
- α) Δίνω εντολή, προστάζω (κάπ. να κάνει κ.):
- 13)
- α) Έχω (κάπ.) στις διαταγές μου· διευθύνω, ηγούμαι:
- (Δεφ., Λόγ. 321)·
- αξαπολύθησαν και δεν είχαν καπετάνον να τους ορδινιάζει (Μαχ. 19025· Αλεξ. 252)·
- β) διοικώ, κυβερνώ:
- το βασίλειο ορδίνιασε (ενν. ο Θησέας), ως έπρεπε με τάξη (Θησ. Β́ [87]· Παλαμήδ., Βοηβ. 94)·
- (εδώ προκ. για συναισθήματα) ελέγχω:
- τα πάθη σου με γνώση ν’ αρδινιάζεις (Φαλιέρ., Ρίμ. 122)·
- γ) επιβλέπω· φροντίζω, περιποιούμαι:
- το οποίον αμπέλι θέλει ο … πατέρας ο Χαλκιόπουλος … να το ορδινιάζει κάθα χρόνο (Βαρούχ. 1086· Χίκα, Μονωδ. 71).
- α) Έχω (κάπ.) στις διαταγές μου· διευθύνω, ηγούμαι:
- 14)
- α) Διορίζω:
- ορδινιάσαμεν κουβερνούρην τον αδελφόν του ρηγός (Μαχ. 4814·)>
- β) χειροτονώ:
- ήρτεν ο βαχλιώτης του πάπα … διά να ορδινιάσουν τον πρωτονοτάρην γαρδενάλλην (Μαχ. 67424).
- α) Διορίζω:
- 1)
- Β́ Αμτβ.
- 1) Δίνω, αφήνω εντολή:
- Ο αυτός ρε Πιέρ ορδινίασεν και έδωκεν τα 'φίκκια του ρηγάτου (Μαχ. 8824· Βαρούχ. 608).
- 2) Ορίζω, καθορίζω:
- επαρακάλεσεν ίνα επιγράψω … την παρούσαν τση … διαθήκην, καθώς αυτείνη ορδινιάζει (Βαρούχ. 156· Χριστ. διδασκ. 133).
- 3) Διοικώ, κυβερνώ:
- εκάθισε ο Ρωτόκριτος εις το θρονί … … με γνώσην ορδινιάζει (Ερωτόκρ. Έ 1505· Τζάνε, Κρ. πόλ. 4816).
- 4) Ενεργώ:
- καταπώς τον όρισεν, αυτούνος ορδινιάζει (Χούμνου, Κοσμογ. 795).
- 1) Δίνω, αφήνω εντολή:
- Ά Μτβ.
- II. Μέσ.
- 1)
- α) Ετοιμάζομαι, προετοιμάζομαι (για κ.):
- ν’ αρδινιαστεί η γυναίκα του …, να μπούσιν εις την κιβωτόν (Χούμνου, Κοσμογ. 461· Διγ. Esc. 1370)·
- β) (προκ. για στρατιωτικό σώμα) ετοιμάζομαι για μάχη, συντάσσομαι, παρατάσσομαι:
- (Αχέλ. 583)·
- Ορδινιαστείτε … να πάμε στους εχθρούς μας (Αλεξ. 465)·
- γ) παίρνω μέτρα, μεριμνώ, φροντίζω:
- Πώς η βασίλισσα Ιππόλυτα … ορδινιάσθη διά τον αποκλεισμόν (Θησ. (Foll.) I πριν στ. 86· Βαρούχ. 146)·
- δ) φροντίζω, ενεργώ (ώστε να γίνει κ.):
- (Μυστ. παθ. 13)·
- ωσάν αποθάνω η άνωθέ μου θυγατέρα … να ορδινιαστεί να με θάψουσι (Διαθ. 17. αι. 536).
- α) Ετοιμάζομαι, προετοιμάζομαι (για κ.):
- 2) (Απρόσ.) δίνεται εντολή:
- τότε ορδινιάστηκεν όλοι τους να μισεύσουν (Διακρούσ. 722).
- 1)
- Η μτχ. παρκ. ως επίθ. = προετοιμασμένος, έτοιμος:
- φαγίν ορδινιασμένον (Θρ. Κύπρ. 644)·
- άλογα … για στράτ’ ορδινιασμένα (Μαρκάδ. 552).
[<ουσ. όρδινος + κατάλ. ‑ιάζω. Ο τ. ‑δε‑ σε έγγρ. του 17. αι. Διαφ. τ. σήμ. ιδιωμ. Η λ. στο Meursius (λ. ‑ειν), και σήμ. ιδιωμ.]
- I. Ενεργ.
- ορδίνιασμα το.
-
- Ετοιμασία, τακτοποίηση (ως σύστ. αντικ.):
- να φέρεις το τραπέζι και να ορδινιάσεις το ορδίνιασμά του (Πεντ. Έξ. XL 4).
[<αόρ. του ορδινιάζω + κατάλ. ‑μα. Τ. ‑ιάσμα στο Βλάχ. Η λ. στο Somav.]
- Ετοιμασία, τακτοποίηση (ως σύστ. αντικ.):
- ορδινιασμός ο.
-
- Τακτοποίηση, τάξη:
- δικαιοδοσίᾳ … ο λατίνος αρχιεπίσκοπος κρατείν … διά του ορδινιασμού του αυτού εις επισκόπους ιερείς και ετέρους Γραίκους (Διάτ. Κυπρ. 51231).
[<αόρ. του ορδινιάζω + κατάλ. ‑μός]
- Τακτοποίηση, τάξη:
- ορδινιαστής ο.
-
- Διαχειριστής, επιστάτης:
- Θέλω μετά τον θάνατόν μου είναι κουμμεσσάριοι και ορδινιαστάδες των πραγμάτων μου … την μάνναν μου και τον αδελφόν μου (Διαθ. Πασχαλίγ. 78).
[<αόρ. του ορδινιάζω + κατάλ. ‑τής. Η λ. στο Βλάχ.]
- Διαχειριστής, επιστάτης:
- ορδινιαστικά, επίρρ.
-
- Κατά τους κανονισμούς:
- την οποία μοιρασιά θέλει ξεκαθαρίσει ο άνωθεν μοιραστής ορδινιαστικά (Βαρούχ. 84110).
[<επίθ. *ορδινιαστικός <ορδινιάζω]
- Κατά τους κανονισμούς:
- ορδινιαστός, επίθ.
-
- Κανονισμένος, καθορισμένος:
- ο άνθρωπος, απόχει νουν …, πρέπει του να νοήσει την στράταν την ορδινιαστήν (Φαλιέρ., Λόγ. 141).
[<ορδινιάζω]
- Κανονισμένος, καθορισμένος: