Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ὀργή
2 εγγραφές [1 - 2]
οργή η.
  • 1) Θυμός:
    • (Ερμον. Η 19), (Ιστ. πατρ. 995
    • (πλεοναστικά με τη γεν. του ουσ. θυμός):
      • εβγήκεν … με οργή θυμού (Πεντ. Έξ. XI 8).
  • 2) Τιμωρία:
    • Κόρη, ανισώς και πεθυμάς να φύγεις την οργή μας άφησ’ την πίστη οπού κρατείς (Ιντ. κρ. θεάτρ. Ά 59· Τζάνε, Κρ. πόλ. 1731
    • (εδώ προκ. για τη μεταθανάτια κρίση):
      • το πανάγιον βάπτισμα ενδυθήναι και από την μέλλουσαν οργήν και κόλασιν φυγήναι (Αξαγ., Κάρολ. Έ 1294).
  • 3) (Προκ. για θυμό και τιμωρία που προέρχεται από το Θεό):
    • (Έκθ. χρον. 1512
    • να σου έλθει η οργή του Θεού ως γιον ήλθεν εις τον Ιούδαν (Μαχ. 166).
  • 4) Συμφορά, κατάρα:
    • ο Θεός …, έπεψέν του δέκα πληγές από διάφορες και πολλές οργές εις τούτον τον κόσμον (Άνθ. χαρ. (κυπρ.) 107).
  • 5) Πολεμικό μένος, μανία:
    • εκτύπησεν το άλογόν του με οργήν πολλήν (Διγ. Άνδρ. 38221).
  • 6) (Μεταφ.) φουρτούνα, θαλασσοταραχή:
    • θυμόν και οργήν περίσσαν πιάνει (ενν. η θάλασσα) (Αχέλ. 625 (πβ. και θυμός 1δ).)>
  • Εκφρ.
  • 1) Θυμός και οργή, θυμωμένη οργή = (για έμφαση) υπερβολικός θυμός, οργή:
    • (Πιστ. βοσκ. V 5, 20), (Σουμμ., Παστ. φίδ. Έ [323]).
  • 2) Οργή και κατάρα = (σε κατάρα) ανάθεμα:
    • (Ιστ. πατρ. 1454).
  • 3) Οργή καταραμένη = βαριά τιμωρία:
    • (Τζάνε, Κρ. πόλ. 3136).
    • Φρ.
    • 1) Ανάπτομαι εις οργήν = «ανάβω», θυμώνω, εξοργίζομαι:
      • (Βίος Αλ. 2348).
    • 2) Αφήνω την οργή, σβήνω την οργή, σηκώνω την οργήν, στρέφω την οργήν = συγκρατώ την οργή, υποχωρώ, ηρεμώ:
      • (Ερωφ. Δ́ 592, Δ́ 476), (Μαχ. 7211), (Γεωργηλ., Θαν. 356).
    • 3) Βάλλω οργήν καταπάνου κάπ., κινώ οργήν κατά κάπ., πέμπω την οργήν εις κάπ., στέλνω την οργήν απάνω σε κάπ. = θυμώνω, ξεσπώ εναντίον κάπ.:
      • (Σουμμ., Ρεμπελ. 190), (Φλώρ. 619), (Ναθαναήλ Μπέρτου, Ομιλίαι XIII 142), (Κυπρ. ερωτ. 9362), (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 160v).
    • 4) Δίδω οργήν και καταδίκην = τιμωρώ:
      • (Διακρούσ. 11423).
    • 5) Δίδω τόπον της οργής, βλ. δίδω IΆ7γ φρ.
    • 6) Έρχεται οργή σε κάπ., επανεβαίνει η οργή, επιπίπτει οργή εις κάπ., κατεβαίνει οργή, πέφτει οργή απάνω σε κάπ. = ξεσπάει καταδίκη, τιμωρία εναντίον κάπ.:
      • (Ιστ. Βλαχ. 716, 483), (Κομνηνής Άννας Μετάφρ. 324), (Σουμμ., Παστ. φίδ. Έ [1632]), (Μαχ. 1612).
    • 7) Επιφράζω προς οργήν, βλ. επιφράζω.
    • 8) Έχω εν οργῄ κάπ., έχω οργή σε κάπ. = είμαι οργισμένος με κάπ.:
      • (Ιστ. πολιτ. 2412), (Ιστ. πατρ. 1321).
    • 9) Καταβάλλω κάπ.εις οργήν, βλ. καταβάλλω I1δ.
    • 10) Κινώ κάπ. προς οργήν = εξοργίζω:
      • (Καλλίμ. 2289).
    • 11) Λαβαίνω οργήν = τιμωρούμαι:
      • (Θρ. Κων/π. Βαρβ. 22).
    • 12) Νεύω εις οργήν = παρουσιάζομαι οργισμένος:
      • (Λίβ. P 700).
    • 13) Πέμπω κάπ. στην οργή = εξοργίζομαι με κάπ., τιμωρώ:
      • (Π. Ν. Διαθ. φ. 336α 6).
    • 14) Πίπτω εις οργήν = υφίσταμαι οργή, τιμωρία:
      • (Ιστ. πατρ. 16415).
    • 15) Σβήνει η οργή = ξεθυμαίνει, παύει ο θυμός:
      • (Πιστ. βοσκ. V 4, 20).
    • 16) Στέλνω οργήν και κατάραν = αναθεματίζω:
      • (Χρον. βασιλέων 895).

[αρχ. ουσ. οργή. Η λ. και σήμ.]

όργητα η.
— Βλ. και οργή.
  • 1) Θυμός, οργή· έχθρα:
    • του κυρού μου η όργητα σε σπλάχνος να γυρίσει (Ερωτόκρ. Έ 81· Ροδολ. Ά 725
    • (μεταφ.):
      • του ριζικού την όργητα ποτέ δεν την φοβάται (Ερωτόκρ. Δ́ 620
    • (σε μεταφ.):
      • Διώξε τα νέφη τσ’ όργητας απού το πρόσωπό σου (Ζήν. Β́ 423
    • (ως σύστ. αντικ.):
      • οργίσθην του όργηταν πολλήν (Ντελλαπ., Ερωτήμ. 2135
    • έκφρ. όργητα θυμωμένη = (για έμφαση) υπερβολική οργή:
      • (Σουμμ., Παστ. φίδ. Δ́ [1008]).
  • 2) (Προσωποπ., προκ. για τις θεές της οργής):
    • Τσ’ Όργητες τες σεμνές θεές (Ζήν. Έ 41).
  • 3) Απέχθεια, αποστροφή:
    • (Πανώρ. Ά 262), (Ιντ. κρ. θεάτρ. Β́ 56).
  • Φρ.
  • 1) Βάνω κάπ. σ’ όργητα = κάνω κάπ. να οργιστεί:
    • (Ερωφ. Β́ 342).
  • 2) Είμαι στην όργητα κάπ. = υφίσταμαι το θυμό κάπ.:
    • (Ροδολ. Έ 232).
  • 3) Έχω όργητα σε κάπ. = είμαι οργισμένος με κάπ.:
    • (Πανώρ. Έ 213).
  • 4) Κατέρχομαι σ’ όργητα = γίνομαι θύμα της οργής κάπ.:
    • (Ριμ. Απολλων. [268]).
  • 5) Μπαίνω σ’ όργητα = οργίζομαι, θυμώνω:
    • (Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.) 4607).
  • 6) Πέφτει η όργητα = ξεσπά η οργή και (συνεκδ.) αποδίδεται τιμωρία:
    • (Σουμμ., Παστ. φίδ. Δ́ [1445]).
  • 7) Πιάνω όργητα = οργίζομαι:
    • (Σουμμ., Παστ. φίδ. Ά [740]).
  • 8) Σβήνω την όργητα = παύω να είμαι οργισμένος, ηρεμώ:
    • (Σουμμ., Παστ. φίδ. Δ́ [335]).
  • 9) Στέκει η όργητα = σταματά η οργή:
    • (Ζήν. Δ́ 169).

[<ουσ. οργή αναλογ. με τα ουσ. σε ‑(τ)ητα. Η λ. και σήμ. ιδιωμ. (Κόμης)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες