Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ὀλεθροτόκος
1 εγγραφή
ολεθροτόκος, επίθ.
  • (Ως επίθ. του διαβόλου) που προκαλεί καταστροφή, που γεννά συμφορές:
    • (Εις Θεοτ. 28).

[<ουσ. όλεθρος + ‑τόκος <τίκτω. Η λ. τον 4. αι.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες