Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ἱστορία
4 εγγραφές [1 - 4]
ιστορία η· ιστόρια· ιστοριά.
  • 1) Διήγηση, εξιστόρηση:
    • Ν’ ακούς ιστόριες ξακουστές (Θησ. Πρόλ. [93]).
  • 2) Ιστορική συνέχεια, παράδοση:
    • δίδοται εις φιλία τοις ερχομένοις πάντοτε προς χάριν ιστορίας (Παϊσ., Ιστ. Σινά 1215).
  • 3) Ζωγραφιά, εικόνα:
    • στέκει και θαυμάζεται την ιστορίαν της πόρτας (Λόγος παρηγ. O 526).

[αρχ. ουσ. ιστορία. Η λ. και σήμ.]

ιστοριάζω· ’στοριάζω.
  • Απεικονίζω, αναπαριστώ μορφή:
    • εστόριασεν αυτό με το γλυφτήρι και έκαμεν το μοσκάρι χυτό (Πεντ. Έξ. XXXII 4
    • πέτρα ’στοριασμένη (αυτ. Λευιτ. ΧΧVΙ 1).

[<ουσ. ιστορία + κατάλ. ιάζω ή <ιστορίζω]

ιστόριαση η· ’στόριαση.
  • α) Εικόνα:
    • είπεν ο Θεός να κάμομε άθρωπο εις τη ’στόριασή μας σαν την ομοιότη μας (Πεντ. Γέν. I 26
  • β) ομοίωμα:
    • μη κάμεις εσέν πελεκητό και παν ’στόριαση ος εις τους ορανούς αποπάνου (αυτ. Έξ. XX 4
  • γ) μορφή:
    • εσείς ακούγετε και ’στόριαση δεν εσείς βλέπετε οξωθιό φωνή (αυτ. Δευτ. IV 12).

[<ιστοριάζω + κατάλ. ση]

ιστόριασμα το· ’στόριασμα.
  • Εικόνα:
    • εγέννησεν εις την ομοιότη του σαν το ’στόριασμά του (Πεντ. Γέν. V 3).

[<αόρ. του ιστοριάζω + κατάλ. μα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες