Επιτομή Λεξικού Κριαρά
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ιεροτελώ.
-
- Ιερουργώ:
- την ιεροσύνην λαβών ανεμποδίστως ιεροτελεί (Ευγ. Γιαννούλη, Επιστ. 2831‑2).
[<επίθ. ιερός + τελώ. Η λ. στον Κουμαν.]
- Ιερουργώ:
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[<επίθ. ιερός + τελώ. Η λ. στον Κουμαν.]
© 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |