Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ἱεροτελῶ
1 εγγραφή
ιεροτελώ.
  • Ιερουργώ:
    • την ιεροσύνην λαβών ανεμποδίστως ιεροτελεί (Ευγ. Γιαννούλη, Επιστ. 2831‑2).

[<επίθ. ιερός + τελώ. Η λ. στον Κουμαν.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες