Επιτομή Λεξικού Κριαρά
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ιτέα η· ετέα· ετιά.
-
- Ιτιά:
- (Σταφ., Ιατροσ. 10275).
[αρχ. ουσ. ιτέα. Ο τ. ετιά και σήμ. ιδιωμ. Τ. ιτιά σήμ.]
- Ιτιά:
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[αρχ. ουσ. ιτέα. Ο τ. ετιά και σήμ. ιδιωμ. Τ. ιτιά σήμ.]
© 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |