Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ἡλιόκαυτον
1 εγγραφή
ηλιόκαυτον το.
  • Ψάρι, χταπόδι ή αστακός αποξηραμένος στον ήλιο:
    • (Ευγ. Γιαννούλη, Επιστ. Παράρτ. 3043).

[<μτγν. επίθ. ηλιόκαυστος. Τ. λιόκαυτο σήμ. ιδιωμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες