Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ἔχθρητα
1 εγγραφή
έχθρητα η· όχθρητα.
  • Έχθρα, μίσος:
    • με κρατεί σ’ έχθρητα και σε μάχη (Φορτουν. Δ´ 462· Ιμπ. (Legr.) 456).

[<ουσ. έχθρα αναλογ. προς τα ουσ. σε τητα. Ο τ. στο Du Cange. Η λ. και σήμ. κρητ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες