Επιτομή Λεξικού Κριαρά
7 εγγραφές [1 - 7] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- εντεροκάρδια τα.
-
- Σπλάχνα:
- οι λύκοι να φάσι … τα εντεροκάρδιά σου (Σπανός D 1755-6).
[<ουσ. έντερα + καρδιά]
- Σπλάχνα:
- εντεροκαρδιοσυκωτοφλέγμονα τα.
-
- Σπλάχνα:
- οι λύκοι να φαν … τα εντεροκαρδιοσυκωτοφλέγμονά σου (Σπανός A 503-4).
[λ. πλαστή <ουσ. εντεροκάρδια + συκωτοφλέγμονα]
- Σπλάχνα:
- έντερο(ν) το· άντερο(ν)· ένδερο(ν).
-
- (Συν. στον πληθ.) έντερα:
- (Κατζ. Α´ 27)·
- έκφρ. τα έντερα της γης = γεωσκώληκες, «σκουληκαντέρες»:
- (Ιερακοσ. 45923), (Σταφ., Ιατροσοφ. 7198)·
- φρ.
- (1) βράζου τ’ άντερά (μου) = αναστατώνομαι:
- (Κατζ. Β´ 414)·
- (2) λυούσι τ’ άντερά (μου) = αναστατώνομαι:
- (Θησ. Δ´ [86])·
- (3) χύνω τ’ άντερα κάπ. = σκοτώνω κάπ.:
- (Κατζ. Ε´ 477).
- (1) βράζου τ’ άντερά (μου) = αναστατώνομαι:
[αρχ. ουσ. έντερον. Ο τ. άντερον στο Βλάχ. και σήμ. (‑ο). Η λ. (‑ο) και σήμ.]
- (Συν. στον πληθ.) έντερα:
- εντεροσπασμός ο· αντεροσπασμός.
-
- (Μεταφ.) αγωνία, τρόμος:
- με τέτοιους αντεροσπασμούς σήμερον ανιμένω (Θυσ. 504).
[<ουσ. έντερο(ν) + σπασμός. Ο τ. και σήμ. ιδιωμ.]
- (Μεταφ.) αγωνία, τρόμος:
- εντεροσύκωτα τα· αντεροσύκωτα.
-
- Σπλάχνα:
- κοιλιές, αντεροσύκωτα έξω από το σώμα (Διακρούσ. 8022).
[<ουσ. έντερο(ν) + συκώτι. Ο τ. και σήμ. ιδιωμ.]
- Σπλάχνα:
- εντεροχάδες οι.
-
- Αιμορροΐδες:
- εσοχάδες, εξοχάδες αιματώδεις και εντεροχάδας (Ιατροσόφ. 7119).
[πιθ. λ. πλαστή <ουσ. έντερο(ν) κατά τις λ. εσοχάδες και εξοχάδες]
- Αιμορροΐδες:
- εντεροχορδοπλύτης ο.
-
- Αυτός που πλένει εντόσθια ζώων·
- (εδώ περιφρονητικά) άνθρωπος ανάξιος:
- γραμματικέ φιλόσοφε, εντεροχορδοπλύτα (Προδρ. III 273-56 χφ P κριτ. υπ).
- (εδώ περιφρονητικά) άνθρωπος ανάξιος:
[λ. πλαστή <ουσ. έντερο(ν) + χορδή + πλύτης]
- Αυτός που πλένει εντόσθια ζώων·