Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ἐρώτιμος
1 εγγραφή
ερώτιμος, επίθ.
  • Αξιαγάπητος, αξιολάτρευτος:
    • της ερωτίμου κόρης (Λίβ. N 1274).

[<ουσ. έρωτας + κατάλ. ιμος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες