Επιτομή Λεξικού Κριαρά
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ερημότοπος ο.
-
- Τόπος ακατοίκητος, έρημος:
- Εκεί εις τον ερημότοπον και εις τα θαλασσοβράχια (Λίβ. N 2922).
[<επίθ. έρημος + ουσ. τόπος. Η λ. και σήμ.]
- Τόπος ακατοίκητος, έρημος: